Ειλικρινά θα ήθελα να αποφύγω τον σχολιασμό ενός τόσο σύνθετου προβλήματος που έχει απασχολήσει και θα συνεχίσει να απασχολεί την κοινωνία μας για αρκετές ακόμη δεκαετίες. H συζήτηση όμως άνοιξε και χωρίς ιδιαίτερο λόγο ο διάλογος, αν και αξιοποιεί πλήθος οικονομικών εννοιών, φαίνεται να αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος σχεδόν όλων των επιστημόνων πλην των οικονομικών. Το θέμα αποτελεί μια ιδιαίτερη πρόκληση – πρόσκληση για διάλογο προς όλους τους συναδέλφους. Θεώρησα σκόπιμο να τον ξεκινήσω διατηρώντας πάντοτε για τον εαυτό μου όλες τις πιθανές ανασφάλειες που δημιουργεί η ανάλογη ενέργεια.


Πρωτογενής αιτία βέβαια οι πρόσφατες υπό συζήτηση ρυθμίσεις για τα «αυθαίρετα» (sic) και για τον «αποχαρακτηρισμό των δασικών εκτάσεων». Δευτερογενείς αφορμές όμως η τυχαία ανάγνωση βιβλιογραφίας σχετικής με τη σπουδαιότητα της προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων στην ανάπτυξη μιας χώρας, ένα e-mail από έναν φοιτητή μου που μελετά μεταπτυχιακά στο Οικονομικό Τμήμα του Stanford θέματα χρήσεων γης για την Κίνα και το Βιετνάμ και, τέλος, οι περιπέτειες ενός φίλου μου που υπέστη τον αυταρχισμό της δημόσιας διοίκησης στο θέμα του αποχαρακτηρισμού της περιουσίας του από δεσμεύσεις δεκαετιών παρά την κατοχή αποφάσεων του Αρείου Πάγου.


H επιστήμη των οικονομικών συγκλίνει τα τελευταία χρόνια στο να αποδέχεται ότι οι ανισότητες εμποδίζουν την ανάπτυξη. Μία από τις αιτίες είναι και η αδυναμία παροχής εγγυήσεων και άρα ανάπτυξης δανειακών συμβολαίων σε κοινωνίες που ο πλούτος των νοικοκυριών βασίζεται στη γη όταν δεν υφίστανται οργανωμένες αγορές (για τους μη οικονομολόγους διάβαζε μηχανισμό αποτίμησης). Οσο λοιπόν θα κατοχυρώνονται δικαιώματα, όσο θα δημιουργούνται αγορές και άλλοι υποβοηθητικοί μηχανισμοί αποτίμησης των σε ακίνητη περιουσία δικαιωμάτων τόσο θα αίρουμε τις ανισότητες και θα διευκολύνουμε την ανάπτυξη.


Τιτλοποίηση και κατοχύρωση, μπορεί να επιχειρηματολογήσει κάποιος, είναι οι πρώτες ενέργειες προς τη σωστή κατεύθυνση. Στην εξεταζόμενη περίπτωση τα εμπόδια στην ανάπτυξη προκύπτουν και από την αδυναμία του κράτους να αναγνωρίσει τους «άτυπους» κανόνες ιδιοκτησίας και συναλλαγών που ισχύουν στη χώρα. Κάθε ενέργεια λοιπόν που αίρει τις ασάφειες συμβάλλει στην ανάπτυξη της χώρας. Παρέμβαση στο στατικό status quo εκτιμάται ότι υπερισχύει του δυναμικού.


Είμαστε απόλυτα σύμφωνοι με αυτή τη θέση; θα μπορούσε να ρωτήσει ο προσεκτικός αναγνώστης. Δεν έχουμε σαφή απάντηση. Μάλλον πίστη διαθέτουμε, στοιχείο όμως που δεν αποτελεί θεμελιωμένη άποψη και γι’ αυτό καλύτερα να μην την αναφέρουμε.


Το πρόβλημα όμως που δημιούργησε την ανάγκη στην κυβέρνηση, έστω και προεκλογικά, να ασχοληθεί με αυτό υφίσταται. Αντιλαμβάνομαι ότι τελικά θα οδηγηθούμε υπό την πίεση των γεγονότων σε μηχανιστικές παρεμβάσεις, σε αμφισβητούμενες ρυθμίσεις και γενικά σε διαιώνιση των αδυναμιών. Αν πιστεύουμε όμως ότι η παρέμβασή μας αυτή είναι σημαντική και αναγκαία για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, ας την κάνουμε. Χωρίς περιορισμούς και υπεκφυγές. Χωρίς διατάξεις που μπορούν να ευνοούν τον έναν ή τον άλλον. Ας αποδεχθούμε το τετελεσμένο και ας προσδιορίσουμε εφάπαξ φορολογική επιβάρυνση για την αγοραία μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης των επί σειρά ετών πολιτών που τόλμησαν να παρανομούν. Ας δεχθούμε ένα αφορολόγητο όριο σε αξία και όχι σε τετραγωνικά και ας φορολογήσουμε με έναν υψηλό αναλογικό συντελεστή (π.χ., 40%) τη μεταβολή της τιμής. Ας κάνουμε τη νομιμοποίηση υποχρεωτική και ας επιτρέψουμε στο τραπεζικό σύστημα να χρηματοδοτήσει τη φορολογική επιβάρυνση. Ας δεχθούμε ως εκτελεστές τις τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις. Ας συνδέσουμε την αποτίμηση του αντικειμενικού προσδιορισμού των περιουσιακών στοιχείων με τις νέες τιμές στη νέα φορολογική χρονιά. Ας αναδείξουμε την αγορά και ας δημιουργήσουμε κίνητρα για να λειτουργήσει. Και τότε η ατεκμηρίωτη πίστη θα μετρηθεί και θα αξιολογηθεί ανάλογα. Δυστυχώς για μία ακόμη φορά εκ των υστέρων.


O Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.