Σε προηγούμενο σχόλιο είχαμε προβλέψει ότι ορισμένοι φίλοι από τον χώρο της κεφαλαιαγοράς δεν θα ήταν ευχαριστημένοι με τις απόψεις που διατυπώναμε. Εκφράστηκαν φόβοι για τις εξελίξεις στο XA και θεωρήθηκε ότι η διαπίστωση θα ενεργοποιούσε τη δυσαρέσκεια ορισμένων. Το θετικό είναι ότι οι διορθωτικές κινήσεις και ο ουσιαστικός επανέλεγχος των ανακοινωθέντων οικονομικών στοιχείων ισορρόπησαν τις προσδοκίες.


Σήμερα φοβάμαι ότι θα στενοχωρηθούν ορισμένοι φίλοι από τον χώρο της ΝΔ. Αλλά ειλικρινά δεν αντιλαμβάνομαι γιατί όταν ένας υπουργός της κυβέρνησης και σημαντικό στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος εισηγηθεί μια λογική – με τη φιλελεύθερη άποψη – διάταξη, τότε σχεδόν αυτόματα η αντιπολιτευτική λογική υπερισχύει της ιδεολογικής. Αντικείμενο του σχολιασμού μας θα είναι λοιπόν οι αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν στην προτεινόμενη από την κυβέρνηση μεθοδολογία αξιολόγησης των τουριστικών υπηρεσιών από τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις.


Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη άποψη, η μεθοδολογία στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής οφείλει να συγκλίνει προς εκείνη την επιλογή που διευκολύνει τα κίνητρα των ατόμων να αποκαλυφθούν. Θεωρείται σκόπιμο το κράτος να θέτει τις προδιαγραφές και τα άτομα και οι επιχειρήσεις να αυτοπροσδιορίζονται. Αρα τα άτομα έχουν την ευθύνη της επιλογής τους ώστε στην περίπτωση που εκμεταλλευθούν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, το Δημόσιο αλλά και η ίδια η αγορά να τα τιμωρούν.


H κλασική φιλελεύθερη λογική αντιτίθεται στην παλαιολιθική τάση που ήθελε το «σοφό» Δημόσιο γνωρίζοντας τα πάντα να τα περιγράφει σε νόμους και διατάξεις, στη συνέχεια να αποφασίζει και να τα ελέγχει και τέλος να αποδίδει, σε περίπτωση παρεκκλίσεων, τις ποινές. H φιλελεύθερη άποψη προτείνει να θέτει τους κανόνες και τα κριτήρια το Δημόσιο, οι επιχειρήσεις να αυτοπροσδιορίζονται ως προς αυτά ελεύθερα και οι δυνάμεις της αγοράς – διαλέγω σαν καταναλωτής χαμηλή ή υψηλή ποιότητα και πληρώνω αντίστοιχα – ή οι δημόσιοι ελεγκτικοί μηχανισμοί να επιβάλλουν τις ποινές σε όσους παραβαίνουν τους κανόνες.


Στην περίπτωση των κριτηρίων αξιολόγησης των ξενοδοχειακών υπηρεσιών (άστρα) το υπουργείο Ανάπτυξης, αν πληροφορήθηκα καλά από τον Τύπο, τολμά και θεσμοθετεί τη φιλελεύθερη λογική. Συγκεκριμένα, προσδιορίζει τα ελάχιστα ποιοτικά χαρακτηριστικά ανά κατηγορία και αφήνει το βάρος του αυτοπροσδιορισμού στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. H λογική είναι απλή. Το όφελος από το να πει κανείς ψέματα δίδεται σε εκείνον που θα αναλάβει και το κόστος αυτής της επιλογής. Προτού φθάσουν δηλαδή στον ΕΟΤ οι καταγγελίες, οι πελάτες θα έχουν κλείσει την επιχείρηση. H γνωστή φράση του Λίνκολν, για το πόσο μπορεί να ξεγελάσει κανείς πολλούς ή λίγους και για πόσο χρόνο, ισχύει και στην περίπτωσή μας.


Με την πρόταση του υπουργείου βέβαια καταργείται το δικαίωμα των υπαλλήλων του Δημοσίου να προσδιορίζουν τα άστρα. Δικαίωμα που, όπως και κάθε άλλο αντίστοιχο, αποτελεί κατ’ αρχήν περιουσιακό στοιχείο του υπαλλήλου, στη συνέχεια αντικείμενο συναλλαγής μεταξύ υπαλλήλων και επιχειρήσεων και τέλος φορέα οικονομικής προσόδου για τους διαχειριστές του. Οσο εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε πού θα οδηγήσει η παραχώρηση αυτού του δικαιώματος στους υπαλλήλους άλλο τόσο δύσκολα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη λογική που την υποστηρίζει.


Ιδανικά βέβαια θα ήταν σκόπιμο το υπουργείο να καταργούσε τελείως στο Δημόσιο ακόμη και αυτό το δικαίωμα ελέγχου στην περίπτωση κακοποίησης των κριτηρίων από ορισμένες ξενοδοχειακές μονάδες. Κάλλιστα μια εύκολη λύση θα ήταν να ανέθετε τον έλεγχο και την επιβολή των ποινών στις επαγγελματικές οργανώσεις των ξενοδόχων και των άλλων τουριστικών επιχειρήσεων. Ας δεχθούμε όμως ότι βρισκόμαστε στο πρώτο βήμα.


Υστερα από αυτά έχουμε την απορία γιατί η αντιπολίτευση εναντιώνεται και διαφωνεί. Αν εξαιρέσουμε κάποιες αφελείς παρατηρήσεις, στην ουσία θα ήταν σκόπιμο να γνωρίζαμε αν τελικά αξιολογούνται ιδεολογικά οι ενέργειες της κυβέρνησης ή απλά καταγγέλλονται για να καταγράφεται η κριτική;


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.