Με τον συνάδελφο Θ. Λιανό είμαστε καλοί συνεργάτες και φίλοι. Αυτό όμως δεν μας εμποδίζει να έχουμε αγεφύρωτες διαφορές σε τρία τουλάχιστον επίπεδα. Στον ρόλο και στις δυνατότητες που ο καθένας μας αποδίδει στην κυβέρνηση και στα κόμματα. Στο οργανωτικό πλαίσιο και στους μηχανισμούς που προάγουν την υλική ευημερία, τις ατομικές ελευθερίες και την κοινωνική συνοχή. Και τέλος, τρίτον, στο τι συνιστά καλή οικονομική ανάλυση.


Προφανώς, οποιαδήποτε προσπάθεια να διευκρινίσω τις διαφορές μας στα επίπεδα αυτά θα χρειαζόταν πολλές επιφυλλίδες και ίσως θα κούραζε τους αναγνώστες της «Ανάπτυξης». Αλλά επειδή η κριτική που άσκησε στις απόψεις που διατύπωσα σχετικά με τα αίτια του διαφορικού πληθωρισμού στη χώρα μας επεκτάθηκε και σε θέματα που αφορούν τις σχετικές προτιμήσεις μου, κάποιες αναφορές στις διαφορές μας είναι απαραίτητες.


Ο κ. Λιανός πιστεύει ότι οι κυβερνήσεις και τα κόμματα μπορούν να συνολοποιήσουν με συνέπεια τις προτιμήσεις των πολιτών και να πάρουν αποτελεσματικά μέτρα για να μεγιστοποιήσουν την κοινωνική ευημερία και συνοχή. Εγώ αντιθέτως πιστεύω ότι οι κυβερνήσεις και τα κόμματα δεν έχουν αυτές τις δυνατότητες για τους λόγους που έχουν διευκρινιστεί από τους φιλοσόφους της ελεύθερης οικονομίας και της ανοικτής κοινωνίας. Γι’ αυτό υποστηρίζω την άποψη του μικρού κράτους και της δημοκρατίας ως μηχανισμού εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία, ώστε να ελαχιστοποιείται η ζημιά που μπορεί να κάνει μια κακή κυβέρνηση. Επομένως, οι διαφορετικές απόψεις που μου αποδίδει είναι δικά του εφευρήματα.


Ο κ. Λιανός πιστεύει επίσης στις αρετές της διατεταγμένης οικονομίας. Αλλιώς δεν θα δεχόταν τη θέση του προέδρου και επιστημονικού διευθυντού του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Αντιθέτως, εγώ πιστεύω στις αρετές της αποκεντρωμένης οικονομίας, όπου η δύναμη των αποφάσεων ασκείται από τα άτομα ως καταναλωτές, παραγωγούς και επιχειρηματίες και ο συντονισμός τους για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα γίνεται μέσω των αγορών.


Ποιου από τους δυο μας οι απόψεις έχουν δικαιωθεί ιστορικά από τις εξελίξεις των τελευταίων 200 ετών δεν χρειάζεται ούτε έμφαση εκ μέρους μου ούτε mea culpa εκ μέρους του.


Τέλος, με τον κ. Λιανό έχουμε σημαντικές διαφορές στο επίπεδο της οικονομικής θεωρίας. Ποιες είναι οι διαφορές μας αυτές μπορεί να καταδειχθεί με αναφορά στο παράδειγμα του διαφορικού πληθωρισμού που συζητάμε. Γι’ αυτό είναι σκόπιμο να συνοψίσουμε τι ισχυρίστηκα εγώ και τι μου αντέτεινε εκείνος.


H άποψη που εξέφρασα στο άρθρο μου είναι ότι η διαφορά των 1,5-2 ποσοστιαίων μονάδων πληθωρισμού που έχουμε παραπάνω στη χώρα μας σε σχέση με τον μέσο ρυθμό του πληθωρισμού στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι πληθωρισμός κόστους. Επίσης, με βάση την περιγραφική ανάλυση που παρέθεσα, ισχυρίστηκα ότι οι πηγές αυτού του διαφορικού πληθωρισμού βρίσκονται στον δημόσιο τομέα, στη διάρθρωση της οικονομίας και στην οικονομική πολιτική. Εκείνος μου αντέτεινε ότι ο διαφορικός πληθωρισμός είναι πληθωρισμός ζήτησης για τρεις λόγους. Πρώτον, γιατί εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων μπορεί να υπάρχει μεγάλη πιστωτική επέκταση. Δεύτερον, γιατί τα αγαθά τα οποία ανατιμώνται είναι αγαθά παραγόμενα από τον ιδιωτικό τομέα. Και, τρίτον, γιατί με την ανεργία που παρατηρείται είναι απίθανο οι ιδιωτικές επιχειρήσεις να επηρεάζονται από τις μισθολογικές και άλλες ρυθμίσεις που η κυβέρνηση υιοθετεί στον δημόσιο τομέα.


Θα υποθέσω ότι υπάρχει μεγάλη πιστωτική επέκταση η οποία υποδαυλίζει την αύξηση της τελικής ζήτησης. Θα υποθέσω επίσης ότι τα αγαθά τα οποία ανατιμώνται με ποσοστά μεγαλύτερα του μέσου πληθωρισμού είναι αγαθά του ιδιωτικού τομέα. Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής. Μπορούμε με τις δύο αυτές υποθέσεις να υποστηρίξουμε ότι ο πληθωρισμός είναι πληθωρισμός ζήτησης σε μια μικρή ανοικτή οικονομία; H απάντησή μου είναι ότι δεν μπορούμε. Ας δούμε γιατί.


Αφού τα αγαθά για τα οποία μιλάμε είναι αγαθά του ιδιωτικού τομέα, πρόκειται κυρίως για διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά. Τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά όμως έχουν τις διεθνείς τιμές γιατί η χώρα μας είναι πολύ μικρή να τις επηρεάσει. Κανονικά επομένως η καμπύλη προσφοράς τους πρέπει να είναι μια οριζόντια γραμμή όπως η SS στο σχεδιάγραμμα. Με βάση αυτό το δεδομένο, έστω ότι τον Ιούλιο του 2003 οι τιμές ήταν p και οι ζητούμενες ποσότητες q1. Αν λόγω των χαμηλών επιτοκίων και της πιστωτικής επέκτασης η καμπύλη της ζήτησης μετατοπιστεί τον Ιούλιο του 2004 προς τα δεξιά στη θέση DD οι τιμές βλέπουμε ότι δεν θα αλλάξουν, παρά το ότι η ζητούμενη ποσότητα αυξάνεται σε q2. Αυτό σημαίνει ότι σε μια μικρή ανοικτή οικονομία οι τιμές των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών διαμορφώνονται στο διεθνές επίπεδο. Κατά συνέπεια η μόνη περίπτωση το επιχείρημα του κ. Λιανού να έχει βασιμότητα είναι τα αγαθά του ιδιωτικού τομέα τα οποία υπονοεί είτε να μην είναι διεθνώς εμπορεύσιμα είτε, αν είναι διεθνώς εμπορεύσιμα, τα εισαγόμενα να μην είναι καλά υποκατάστατα αυτών που παράγονται εγχωρίως.


Προσωπικά αμφιβάλλω πάρα πολύ αν ισχύουν οι τελευταίες προϋποθέσεις. Γι’ αυτό επιμένω στη βασιμότητα των απόψεων που διατύπωσα, ότι δηλαδή τα αίτια του διαφορικού πληθωρισμού είναι δομικά και έχουν να κάνουν με το κόστος του δημόσιου τομέα και την οικονομική πολιτική. Αλλά αν στο ΚΕΠΕ υπάρχουν στοιχεία περί του αντιθέτου είμαι έτοιμος να ακούσω και να αλλάξω άποψη.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.