H υπόθεση των ναυπηγείων του Σκαραμαγκά η οποία ήλθε τελευταία στο προσκήνιο με πρωτοβουλία της «Ανάπτυξης» θέτει, μεταξύ των άλλων, τα ακόλουθα ερωτήματα: Δικαιολογείται το Δημόσιο να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον για την πορεία μιας ιδιωτικοποιημένης επιχειρήσεως απ’ ό,τι δείχνει για την πορεία οποιασδήποτε άλλης μικρής ή μεγάλης ιδιωτικής επιχειρήσεως; Αν δικαιολογείται, ποια θα μπορούσαν να είναι τα επιχειρήματα; Αν πάλι δεν δικαιολογείται, μήπως το κλίμα αντιπαραθέσεως που καλλιεργείται μεταξύ των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Μεταφορών και Επικοινωνιών στοχεύει στην εκ νέου παρέμβαση του Δημοσίου προκειμένου να ικανοποιηθούν κάποια αμφιλεγόμενα συμφέροντα; Επειδή η κυβέρνηση, όπως τουλάχιστον εκφράζεται μέσω του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, σκοπεύει στην επιτάχυνση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων, ο ρόλος του Δημοσίου μετά την ιδιωτικοποίηση πρέπει να είναι γνωστός και βέβαιος εκ των προτέρων, γιατί διαφορετικά οι στόχοι της πολιτικής αναιρούνται. Ως εκ τούτου τα ανωτέρω ερωτήματα είναι κρίσιμα και αξίζει να απαντηθούν.


Στον ιδιωτικό τομέα οι επιχειρήσεις σπάνια έχουν δύο ευκαιρίες για να επιβιώσουν. Και αν τους δίδεται κάποτε κάποτε μια δεύτερη ευκαιρία, αυτό συμβαίνει μόνο κάτω από συνθήκες που υπαγορεύονται από τις αγορές. Για να μην καταστρατηγούνται λοιπόν οι νόμοι της ιδιωτικής οικονομίας, κατ’ αρχήν και κατά κανόνα, οι ιδιωτικοποιούμενες επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να έχουν την παραμικρή αμφιβολία ότι βρίσκονται στην αγορά μόνες τους, χωρίς το δίχτυ ασφαλείας του Δημοσίου.


Ωστόσο, εκτός από τους κανόνες της ισοπολιτείας που υπαγορεύουν τη μη ανάμειξη του Δημοσίου υπέρ των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων, το ίδιο ισχύει και για δύο ακόμη λόγους. Ο ένας εξ αυτών είναι ότι ακόμη και η ελάχιστη υποψία εκ μέρους των εργαζομένων πως, αν κάτι δεν πάει καλά, η ιδιωτικοποίηση μπορεί να αναστραφεί καταστρέφει τα κίνητρά τους να τα δώσουν όλα προκειμένου η επιχείρηση να ορθοποδήσει. Αυτό μάλιστα ίσως είναι το έλασσον κακό, γιατί αν οι εργαζόμενοι πιστεύουν ότι η ιδιωτικοποίηση μπορεί να αναστραφεί αυτό που θα ήταν ορθολογικό εκ μέρους τους είναι να υποσκάψουν την επιτυχία της ιδιωτικοποιήσεως. Συνεπώς το Δημόσιο πρέπει με λόγια και με έργα να επιβεβαιώνει συνεχώς ότι αναστροφή των ιδιωτικοποιήσεων αποκλείεται.


Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, αν η Πολιτεία ταλαντευτεί και αφήσει περιθώρια αναστροφής, οι νέοι ιδιοκτήτες θα οδηγηθούν μοιραία σε βραχυπρόθεσμη και ληστρική συμπεριφορά. Πιο συγκεκριμένα, θα ιδιοποιηθούν όλα τα οφέλη από τις επικερδείς δραστηριότητες και τα περιουσιακά στοιχεία της επιχειρήσεως και θα την εγκαταλείψουν στην τύχη της με το δικαιολογητικό ότι δεν είναι βιώσιμη. Γι’ αυτό θα πρέπει να μην αναμειχθεί καθόλου, ώστε οι νέοι ιδιοκτήτες να πιεστούν να εκπληρώσουν όλες τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει.


Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας δεν έχει κανένα επιχείρημα για να παρέμβει στο θέμα των ναυπηγείων του Σκαραμαγκά. Εφόσον κατά την ιδιωτικοποίηση οι γερμανοί ιδιοκτήτες απεδέχθησαν τις ρήτρες που απορρέουν από τα συμβόλαια του ναυπηγείου με τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ), το θέμα είναι καθαρά θέμα του υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών που έχει την εποπτεία του ΟΣΕ. Αν λοιπόν οι Γερμανοί απειλούν να αποχωρήσουν προκειμένου να σύρουν το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας σε παρέμβαση, η πίεση που ασκούν είναι εκ του πονηρού.


Συμπερασματικά, για την επιτυχία του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων και την αξιοπιστία της κυβερνήσεως είναι προτιμότερο να αποχωρήσουν οι Γερμανοί από το ναυπηγείο παρά να αρχίσουν οι εκπτώσεις από τις υποχρεώσεις τους. Και τούτο για τον επιπλέον λόγο ότι μπορεί μεν η αποχώρησή τους να δυσκολεύει τα πράγματα αλλά δεν σημαίνει αναγκαστικά και χρεοκοπία του ναυπηγείου.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.