Οι νοικοκυρές διαμαρτύρονται για την ακρίβεια στις λαϊκές αγορές. Ο νέος υφυπουργός οικονομικής ανάπτυξης, έχοντας βάλει ως στόχο την τιθάσευση του πληθωρισμού, δεν χάνει ευκαιρία να προτρέπει τις παραγωγικές και τις εμπορικές τάξεις να δείξουν αυτοσυγκράτηση και να αντισταθούν στον πειρασμό της «κερδοσκοπίας». Τα ξένα προϊόντα συνεχίζουν να εκτοπίζουν τα ελληνικά από τις εγχώριες αγορές και όλοι μας λίγο-πολύ αισθανόμαστε ότι το εισόδημα που είχαμε πριν από την είσοδο της χώρας μας στην ΟΝΕ, αντί να συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσον όρο, αποκλίνει. Τι κοινό έχουν όλα τα πιο πάνω φαινόμενα; Γιατί ο πληθωρισμός δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης; Τι μπορεί να γίνει; Αυτά είναι τα ερωτήματα που θα με απασχολήσουν σήμερα.


Ξεκινώντας από το δεδομένο ότι η Τράπεζα της Ελλάδος αδυνατεί να τυπώσει χαρτονομίσματα ευρώ, βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο πληθωρισμός έχει παύσει να συντηρείται από υπερβάλλουσα ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες. Ετσι, αφαιρετικά, η μόνη εύλογη εξήγηση για την επιμονή του να διαμορφώνεται στη χώρα μας κατά δύο σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα του μέσου ευρωπαϊκού είναι ότι προκαλείται από αναπροσαρμογές στην πλευρά του κόστους, με προεξάρχουσες τις αναπροσαρμογές στα περιθώρια κέρδους, στο μοναδιαίο κόστος εργασίας και στη φορολογία.


Αναφορικά πρώτα με τα περιθώρια κέρδους, αυτά πρέπει να συμπεριφέρονται διαφορετικά στους κλάδους οι οποίοι είναι εκτεθειμένοι στη διεθνοποίηση και διαφορετικά στους κλάδους που παράγουν τοπικά αγαθά και υπηρεσίες. Στους κλάδους της βιομηχανίας, του τουρισμού, των αγροτικών προϊόντων κτλ., η πιθανότητα της αύξησης των περιθωρίων κέρδους είναι πολύ μικρή γιατί υπάρχει οξύς ανταγωνισμός και μεγάλο εύρος επιλογών μεταξύ πολλών και καλών υποκατάστατων προϊόντων και υπηρεσιών εκ μέρους των τελικών καταναλωτών. Συνεπώς, αν τα περιθώρια του κέρδους αυξάνονται, αυτό πρέπει να συμβαίνει σε προϊόντα και υπηρεσίες που παράγονται κυρίως από τις Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς (ΔΕΚΟ) και γενικότερα από επιχειρήσεις που διαπλέκονται στο πλαίσιο των προμηθειών του Δημοσίου. Αλλά αυτοί οι κλάδοι βρίσκονται στο απυρόβλητο γιατί όποια ανεξάρτητη διοικητική αρχή τολμάει και τα βάζει με τη δεσπόζουσα δύναμη που κατέχουν ξεδοντιάζεται (π.χ., Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων). Οπότε δεν χρειάζεται κανείς περισπούδαστη ανάλυση για να αντιληφθεί τι πρέπει να γίνει και γιατί δεν γίνεται.


Ούτε είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως οι αργομισθίες και οι σημαντικότατες αυξήσεις των πραγματικών αμοιβών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα δημιουργούν το έναυσμα για σημαντικές αυξήσεις των αμοιβών και στον ιδιωτικό τομέα. Οταν η κυβέρνηση για προεκλογικούς και άλλους λόγους ανακοινώνει το κλείσιμο της μιας μετά την άλλη όλων των μεγάλων διαφορών με τα συνδικάτα στον δημόσιο τομέα, η ελαστικότητα της αντίστασης από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις μειώνεται. Οπότε φυσιολογικά το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξάνεται, με αποτέλεσμα να εκφράζεται μερικώς σε υψηλότερο διαφορικό πληθωρισμό και μερικώς σε υψηλότερη ανεργία.


Και το ίδιο βέβαια συμβαίνει με τη συνεχή ροή νόμων που δυσκολεύουν τις συνθήκες της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας και επιβάλλουν νέους επαχθείς φόρους και ελέγχους επί της ιδιωτικής πρωτοβουλίας (βλέπε, π.χ., τον νόμο για τις παράκτιες εταιρείες). Συμπερασματικά, ο διαφορικός πληθωρισμός είναι δομικός και ο μόνος τρόπος για να καταπολεμηθεί είναι να υπάρξει μια κυβέρνηση με την πολιτική δύναμη και βούληση να προχωρήσει στις από μακρού εκκρεμούσες μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές. Οπερ και εύχομαι.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.