Ο Συνήγορος του Πολίτη έκανε πρόσφατα μια εξαιρετικά σημαντική παρέμβαση στον τρόπο φορολογίας του εισοδήματος των συζύγων που βρίσκονται σε διάσταση ή είναι διαζευγμένοι και έχουν ανήλικα παιδιά. Θεώρησε ότι το καθεστώς φορολογίας που ισχύει στην περίπτωση αυτή είναι αντισυνταγματικό και κοινωνικά επαχθές και ζήτησε με έγγραφο που απηύθυνε στον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών την άμεση μεταβολή του. Συγκεκριμένα ο Συνήγορος του Πολίτη θεώρησε ότι είναι αντισυνταγματικές οι διατάξεις του φορολογικού νόμου που απαγορεύουν την έκπτωση από το εισόδημα του διαζευγμένου γονέα των δαπανών στις οποίες αυτός υποβάλλεται για τα ανήλικα παιδιά του τα οποία δεν συνοικούν με αυτόν.



Ο Συνήγορος του Πολίτη αναφέρεται στο προϊσχύον φορολογικό καθεστώς, ωστόσο όμως το ίδιο ισχύει και μετά τη μετατροπή της έκπτωσης των δαπανών σε μειώσεις του φόρου. Ας δούμε πώς έχει το συγκεκριμένο θέμα και περαιτέρω ποια είναι η φορολογική μεταχείριση της διατροφής, διότι και στην περίπτωση αυτή ο τρόπος φορολογίας κρίνεται εντελώς άδικος αφού παραβιάζει γενικές αρχές του δικαίου.


* Οι δαπάνες


Σύμφωνα με τις φορολογικές διατάξεις όπως έχουν διαμορφωθεί από 1.1.2003 μετά τις μεταβολές που έγιναν με το N. 3091/2002, ο φορολογούμενος έχει το δικαίωμα να:


* αφαιρέσει από το συνολικό καθαρό εισόδημά του μέχρι ένα ποσό για τα ασφάλιστρα ζωής ή θανάτου ή ασθενείας ή προσωπικών ατυχημάτων που έχει καταβάλει για τον ίδιο, τη σύζυγο ή τα προστατευόμενα παιδιά.


Ακόμη, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, το ποσό του φόρου που αναλογεί στο εισόδημα του φορολογουμένου με βάση την κατά περίπτωση κλίμακα φόρου μειώνεται ως ένα ποσό:


* για τα έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του ίδιου, του άλλου συζύγου, των παιδιών τους και των λοιπών προσώπων που συνοικούν και τον βαρύνουν,


* για το ενοίκιο της κατοικίας των παιδιών που σπουδάζουν σε αναγνωρισμένα σχολεία ή σχολές του εσωτερικού,


* για τη δαπάνη φροντιστηρίων οποιασδήποτε αναγνωρισμένης εκπαιδευτικής βαθμίδας ή ξένων γλωσσών ή για παράδοση κατ’ οίκον μαθημάτων, για τον ίδιο ή τα προστατευόμενα παιδιά.


Προϋπόθεση για την έκπτωση από το εισόδημα των δαπανών που γίνονται για τα παιδιά, ή για τη μείωση του φόρου για τις δαπάνες που γίνονται για αυτά, είναι τα παιδιά να βαρύνουν τον φορολογούμενο. Σύμφωνα με τον φορολογικό νόμο, θεωρείται ότι βαρύνουν τον φορολογούμενο τα ανήλικα άγαμα παιδιά, τα ενήλικα άγαμα παιδιά που δεν έχουν υπερβεί το 25ο έτος της ηλικίας τους και σπουδάζουν σε αναγνωρισμένες σχολές ή σχολεία του εσωτερικού ή εξωτερικού, καθώς και εκείνα τα οποία παρακολουθούν δημόσια ή ιδιωτικά ινστιτούτα επαγγελματικής κατάρτισης στο εσωτερικό. Ακόμη θεωρείται ότι βαρύνουν τον φορολογούμενο τα άγαμα παιδιά που υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία.


Περαιτέρω για να θεωρηθεί ότι τα πιο πάνω παιδιά βαρύνουν τον φορολογούμενο, θα πρέπει να συνοικούν με αυτόν και το ετήσιο φορολογούμενο και απαλλασσόμενο εισόδημά τους να μην υπερβαίνει το ποσό των 1.200 ευρώ ή των 2.500 ευρώ όταν αυτά παρουσιάζουν αναπηρία 67% και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία ή ψυχική πάθηση.


Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι για να αφαιρεθούν από το εισόδημα οι δαπάνες που γίνονται για τα παιδιά, ή για να μειωθεί ο φόρος για τις δαπάνες που έγιναν για αυτά, θα πρέπει τα παιδιά να συνοικούν με τον φορολογούμενο, δηλαδή με τον γονέα. Ετσι στην περίπτωση διάστασης των συζύγων ή διαζυγίου, τις φορολογικές ελαφρύνσεις για τα παιδιά τις επωφελείται μόνο ο γονέας με τον οποίο τα παιδιά συνοικούν. Αν οι δαπάνες για ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη των παιδιών, για φροντιστήρια ή για το ενοίκιο της κατοικίας όταν αυτά σπουδάζουν, και η σχολή ή το σχολείο βρίσκεται σε πόλη άλλη από αυτήν που έχουν την κύρια κατοικία τους, γίνουν από τον γονέα με τον οποίο δεν συνοικούν, οι δαπάνες αυτές δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση.


Αυτή τη φορολογική μεταχείριση ο Συνήγορος του Πολίτη θεώρησε, πολύ σωστά, αντισυνταγματική και κοινωνικά απεχθή, διότι παραβιάζει τις αρχές της φορολογικής ισότητας και ακόμη γιατί λειτουργεί ως αντικίνητρο στην οικονομική συνεισφορά του γονέα για την ανατροφή των παιδιών του.


* H διατροφή


Αδικη και αντισυνταγματική κρίνεται ακόμη η φορολογική μεταχείριση της διατροφής που καταβάλλεται στον εν διαστάσει ή διαζευγμένο σύζυγο. Ως και το οικονομικό έτος 1992 ίσχυε το εξής καθεστώς όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση της διατροφής:


* Στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 45 του ΝΔ 3323/1955, ορίζετο ότι θεωρείται εισόδημα Z’ πηγής υποκείμενο σε φόρο το ποσό που επιδικάστηκε ή συμφωνήθηκε με συμβολαιογραφική πράξη στη ή στον σύζυγο λόγω διατροφής.


* Στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 8 του ίδιου νόμου ορίζετο ότι από το εισόδημα του φορολογουμένου αφαιρείται το ποσόν της διατροφής που έχει επιδικαστεί ή συμφωνηθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο καταβάλλεται στη σύζυγο ή στον σύζυγο και τα παιδιά λόγω διατροφής.


Από τον συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι με το προϊσχύον καθεστώς η διατροφή φορολογείτο μία μόνο φορά στο όνομα του συζύγου που την εισέπραττε. Ο σύζυγος που κατέβαλλε τη διατροφή δεν εφορολογείτο για το ποσό αυτής αφού αυτό το ποσό το εξέπιπτε από το εισόδημά του.


Από τη χρήση του 1992 το καθεστώς φορολογίας της διατροφής άλλαξε με τη διάταξη του άρθρου 12 του N. 2065/1992, η οποία ενσωματώθηκε μεταγενέστερα στον ΚΦΕ. Ετσι σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 48 του ΚΦΕ, ως εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίου επαγγέλματος υποκείμενο σε φόρο, θεωρείται και η διατροφή που καταβάλλεται στη σύζυγο ή στον σύζυγο, η οποία επιδικάστηκε ή συμφωνήθηκε συμβολαιογραφικά. Με άλλη διάταξη του νόμου 2065/1992 καταργήθηκε η έκπτωση της διατροφής από το εισόδημα του συζύγου που την καταβάλλει.


Τι σημαίνει η μεταβολή που έγινε; Πολύ απλά ότι αν ο σύζυγος αποκτά για παράδειγμα εισόδημα 40.000 ευρώ και αυτός καταβάλλει στην εν διαστάσει σύζυγό του διατροφή 10.000 ευρώ, ο σύζυγος θα φορολογηθεί για εισόδημα 40.000 ευρώ. Αν η σύζυγος στην οποία καταβάλλεται η διατροφή αποκτά εισόδημα 20.000 ευρώ, στο εισόδημα αυτό θα προστεθεί και το ποσό της διατροφής και αυτή θα φορολογηθεί για εισόδημα 30.000 ευρώ. Δηλαδή με τις διατάξεις που ισχύουν το ποσό της διατροφής φορολογείται δύο φορές, μία φορά στο όνομα του συζύγου που την καταβάλλει και μία φορά στο όνομα του άλλου συζύγου. Και αυτό παρά τη γενική αρχή του δικαίου όχι δις επί τω αυτώ.


Αν οι σύζυγοι δεν βρίσκονταν σε διάσταση ο σύζυγος θα εφορολογείτο για εισόδημα 40.000 ευρώ και η σύζυγος για εισόδημα 20.000 ευρώ.