Με την απάντησή μου στην επιστολή του προέδρου της επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία δημοσιεύθηκε στην «Ανάπτυξη» της προπερασμένης Κυριακής, κάλυψα τα θέματα τα οποία με αφορούσαν προσωπικά. Πέραν τούτων όμως τέθηκαν και θέματα ουσιαστικά στα οποία επιφυλάχθηκα να επανέλθω. Μερικά απ’ αυτά έχουν να κάνουν με τα εξής ερωτήματα. Κατά τη λήψη των αποφάσεών της δικαιολογείται η Επιτροπή Ανταγωνισμού να λαμβάνει υπόψη το αποκαλούμενο δημόσιο συμφέρον και να συναινεί, οσάκις απαιτείται, στον περιορισμό του ανταγωνισμού; Αν δικαιολογείται, πότε και κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να θεμελιωθεί η αποδοχή αυτού του δόγματος; Οσάκις η πολιτεία παρεμβαίνει και με νόμους περιορίζει την αρμοδιότητά της σε θέματα ανταγωνισμού, ποια πρέπει να είναι η στάση της διοικήσεως και των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού; Σήμερα θα επιχειρήσω κάποιες σύντομες απαντήσεις.


Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες υπάρχει διάκριση των εξουσιών για πολλούς λόγους. Ενας απ’ αυτούς, ίσως ο σπουδαιότερος, είναι να μοιράζεται η δύναμη του κράτους σε περισσότερα κέντρα αποφάσεων ώστε, μέσα από τον έλεγχο της μιας εξουσίας από την άλλη, να προστατεύονται τα δικαιώματα των πολιτών και να εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον. Ετσι, από τη λογική της διάκρισης των εξουσιών εξυπακούεται ότι τα θεσμικά όργανα στα οποία έχουν ανατεθεί οι σχετικές αρμοδιότητες δεν πρέπει να αναμειγνύονται στις αρμοδιότητες των άλλων θεσμικών οργάνων, γιατί τότε καταστρατηγείται η συνταγματικά κατοχυρωμένη διάκριση των εξουσιών. Αυτά είναι που καταλαβαίνω από την οργάνωση της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας και με αυτήν την κατανόηση θα τοποθετηθώ.


Επί του πρώτου ερωτήματος η άποψή μου είναι ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη της το δημόσιο συμφέρον και πολύ περισσότερο δεν πρέπει να συναινεί στον περιορισμό του ανταγωνισμού, ακόμη και όταν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα εξυπηρετηθεί κάποιο «υπέρτερο δημόσιο συμφέρον». Ο λόγος που επικαλούμαι είναι ότι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος ανήκει σε άλλη εξουσία, δηλαδή την εκτελεστική. Γι’ αυτό εξάλλου στις συγκεντρώσεις που προκύπτουν από ιδιωτικοποιήσεις την τελική απόφαση δεν την λαμβάνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, αλλά η αρμόδια διυπουργική επιτροπή. Κατ’ αρχήν λοιπόν η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα πρέπει να περιοριστεί στις αρμοδιότητές της, οι οποίες δεν είναι άλλες από την προστασία και την ανάπτυξη του ανταγωνισμού.


Στην πιο πάνω τοποθέτηση κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν είναι δυνατόν να μη σταθμίζει το δημόσιο συμφέρον γιατί πολλές από τις υποθέσεις που έρχονται ενώπιόν της, άμεσα ή έμμεσα, αφορούν το δημόσιο συμφέρον. Προς επιβεβαίωση ας πάρουμε την υποθετική περίπτωση ενός ιδιωτικού μονοπωλίου το οποίο παρουσιάζει τεχνολογικό δυναμισμό. Τότε είναι προφανές ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα κληθεί να αποφασίσει αν πρέπει το μονοπώλιο να κατατμηθεί σε μικρότερες ανεξάρτητες επιχειρηματικές μονάδες, προκειμένου να αυξηθεί ο ανταγωνισμός, ή μήπως πρέπει να διατηρηθεί λόγω του τεχνολογικού του δυναμισμού και των πλεονεκτημάτων που προκύπτουν για την κοινωνική ευημερία; Τι πρέπει να κάνει σ’ αυτή την περίπτωση γνωρίζουμε από τη σχετική βιβλιογραφία ότι αποτελεί μεγάλο δίλημμα, γιατί υπάρχουν εύλογα επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές του ζητήματος. Οπότε αυτή η περίπτωση θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως η εξαίρεση η οποία επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα όταν προστατεύεται και αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός.


Τέλος, αναφορικά με το τρίτο ερώτημα, η άποψή μου είναι ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού το οφείλει στην προοπτική του θεσμού να υπερασπίζεται με όλα τα ένδικα μέσα την ανεξαρτησία της από τις άλλες εξουσίες και κυρίως από την εκτελεστική. Αν λοιπόν με νόμους, όπως ο 2685/1999, η κυβέρνηση περιορίζει τις αρμοδιότητές της, τότε πρέπει να καταφεύγει στη δικαιοσύνη και να κάνει ό,τι ακριβώς θα έκανε ο απλός πολίτης του οποίου τα δικαιώματα παραβιάζονται από τη δημόσια διοίκηση.


«Το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα όταν προστατεύεται και αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός»


Ο κ. Γιώργος K. Μπήτρος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.