Στην επιστολή του προς την «Ανάπτυξη» της περασμένης Κυριακής, ο πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού με κατηγόρησε για πάρα πολλά πράγματα. Πρώτον, με κατηγόρησε για πνευματική αγυρτεία γιατί, κατά την άποψή του, τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγω εκάστοτε δεν προκύπτουν από «αυθεντική ανάλυση», αλλά είναι εξαρχής δεδομένα και ο τρόπος της ανάλυσης που επιλέγω είναι τέτοιος ώστε απλώς να τα επιβεβαιώνουν. Δεύτερον, με κατηγόρησε για έλλειψη καλής πίστεως και αντικειμενικότητας γιατί, όταν διατύπωσα την άποψη ότι η υπό έλεγχον γνωμάτευση ελήφθη σε «όχι και τόσο ανύποπτο χρόνο», δεν διερωτήθηκα αν η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορούσε να γνωρίζει την επικείμενη συγκέντρωση των ΕΛΛΠΕ και της Πετρόλα. Τρίτον, με κατηγόρησε για προχειρότητα γιατί ο ίδιος θα ανέμενε να δημοσιοποιώ τις απόψεις μου μόνο μετά από συστηματική και τεκμηριωμένη έρευνα. Τέταρτον, με κατηγόρησε για αμετροέπεια γιατί θα έπρεπε να είμαι επιφυλακτικός όταν καταπιάνομαι με θέματα «εκτός του γνωστικού μου αντικειμένου». Τέλος, πέμπτον, αλλά καθόλου τελευταίο, με κατηγόρησε για συμπεριφορά η οποία «… οδηγεί, τελικά, σε καταρράκωση την ακαδημαϊκή αξιοπιστία». Επειδή, όπως δήλωσε στην επιστολή του, δεν θα με ακολουθήσει σε δημόσιο διάλογο, σήμερα θα περιοριστώ μόνο στο προσωπικό θέμα που έθεσε.


Από τη μεθοδολογία της επιστήμης γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχουν ούτε «αυθεντικές θεωρίες» ούτε «αυθεντικές αναλύσεις». Οι θεωρίες που υπάρχουν για την ερμηνεία οποιουδήποτε κοινωνικού ή οικονομικού φαινομένου διακρίνονται απλώς σε καλές και καλύτερες, ενώ οι αναλύσεις είναι είτε σωστές είτε λανθασμένες. Συνεπώς, αν οι εκλαϊκευμένες αναλύσεις που παραθέτω στην αρθρογραφία μου επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματά μου για το μόνο που μπορούν να ελεγχθούν είναι η εσωτερική λογική συνέπεια που διαθέτουν. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Αν λοιπόν ο κ. Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού δεν βρίσκει λογικά κενά στις αναλύσεις μου, γιατί αν έβρισκε δεν θα αναγκαζόταν να γίνει τόσο επιθετικός στην επιστολή του, τότε μπορεί να συνεχίσει να τις απορρίπτει ως μη «αυθεντικές». Αν πάλι οι αναλύσεις μου δεν είναι «αυθεντικές» γιατί δεν του αρέσουν τα συμπεράσματα στα οποία οδηγούν, το πρόβλημα είναι δικό του και της Επιτροπής της οποίας προΐσταται.


Ας έλθουμε τώρα στη δεύτερη κατηγορία. Οταν έγραψα στο άρθρο μου ότι η γνωμάτευση ελήφθη σε «όχι και τόσο ανύποπτο χρόνο», ασφαλώς δεν υπονοούσα ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού γνώριζε στις αρχές του 2002 την επικείμενη συγχώνευση μεταξύ των δύο συγκεκριμένων επιχειρήσεων το 2003. Αυτό δεν χρειαζόταν γιατί κατά το διάστημα που ελήφθη η γνωμάτευση είχε ξεσπάσει η άλλη μεγάλη υπόθεση της συγχωνεύσεως μεταξύ των τραπεζών Εθνικής και Πίστεως, την οποία πολλοί προωθούσαν ως ιδιωτικοποίηση. ‘H μήπως δεν θυμάται ο κ. Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού τα δημοσιεύματα στον Τύπο και τι ελέχθη κατά τη σχετική συζήτηση στη Βουλή. Κατά συνέπεια, σε ποια πλευρά βρίσκεται το ευαπόδεικτο της λογικής ασυνέπειας είναι πασιφανές. Αλλά, όπως λέει ο λαός, «όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται».


Την εν λόγω ατελέσφορη συγχώνευση είχα αποκαλέσει πράγματι «εθνικό ανοσιούργημα» και δεν παίρνω πίσω ούτε ένα ιώτα από όσα έγραψα σχετικά. Αλλά γι’ αυτά ακριβώς με εγκαλεί ο κ. Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, προσάπτοντάς μου τη μομφή της ελλείψεως καθολικότητας στη στάθμιση των αποτελεσμάτων της συγχωνεύσεως. Στην ανάλυσή μου είχα ακολουθήσει όλες τις σύγχρονες προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση του τοπικού μονοπωλίου, και όχι μόνον. Επίσης, αναφορικά με τα πλεονεκτήματα που άλλοι έβλεπαν να υπάρχουν στις διεθνείς χρηματαγορές, εγώ δεν αντιλαμβανόμουν γιατί δεν μπορούσαν να προκύψουν μέσα από ad hoc επιχειρηματικές συνεργασίες μεταξύ των δύο τραπεζών. Αλλά με κανέναν τρόπο δεν δεχόμουν οι έλληνες καταθέτες να «πληρώσουν το μάρμαρο». Αυτή είναι η διαφορά μας με τον κ. Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού συν το γεγονός ότι εγώ μπορώ και λέω «τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη».


Χρειαζόταν τεκμηριωμένη ανάλυση κόστους – οφέλους για να αντιληφθεί κανείς ότι αυτή η συγχώνευση δεν έπρεπε να προχωρήσει; Αυτήν την απάντηση την αφήνω όχι στον κ. Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ο οποίος είναι νομικός και δικαιολογείται να μη γνωρίζει οικονομική ανάλυση, αλλά στους συναδέλφους μου καθηγητές που συμμετέχουν στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και φέρουν το βάρος των σχετικών γνωματεύσεων. Από αυτούς, όπως κάποιοι άλλοι επίτροποι σε ανάλογες επιτροπές στις ΗΠΑ και στην Αγγλία κάνουν συστηματικά, θα περίμενα να έχουν τοποθετηθεί δημόσια.


Από έναν καθηγητή πανεπιστημίου, γράφει στην επιστολή του ο κ. Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, θα περίμενα επίσης να είναι επιφυλακτικός όταν καταπιάνεται με θέματα εκτός του γνωστικού του αντικειμένου. Και συνεχίζει λέγοντας ότι ο νόμος 2000/1991, στην επεξεργασία του οποίου όντως συνεργάσθηκα, είναι προβληματικός. Αλλά οσάκις συμμετείχα σε νομοπαρασκευαστικό έργο ποτέ δεν ασχολήθηκα με τις νομικές διατυπώσεις. Το έργο μου άρχιζε και τελείωνε με την οικονομική ανάλυση των συνεπειών των νομικών διατάξεων, και πάντα από τη σκοπιά της ανάπτυξης του ανταγωνισμού και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών. Αν λοιπόν ο εν λόγω νόμος είναι προβληματικός, ο συντάκτης του ήταν ένας άλλος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μάλιστα από τους δυνάμενους να γνωρίζουν το δίκαιο του ανταγωνισμού εξίσου τουλάχιστον καλά με τον κ. Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Οπότε οι κατηγορίες που μου προσάπτει για αναλυτική προχειρότητα και επιστημονική αμετροέπεια βάσιμα δικαιολογούν την υποψία ότι κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια.


H τελευταία κατηγορία που μου απηύθυνε είναι ότι με «… την εμπάθεια του λόγου, την υπεραπλούστευση της επιχειρηματολογίας και την προχειρότητα της τεκμηρίωσης οδηγώ, τελικά, σε καταρράκωση την ακαδημαϊκή αξιοπιστία». Με βάση το ύφος της επιστολής του και τους αήθεις προσωπικούς χαρακτηρισμούς στους οποίους κατέφυγε, η άποψή μου είναι ότι ο κ. Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού απώλεσε το δικαίωμα να είναι τιμητής της ακαδημαϊκής αξιοπιστίας. Γι’ αυτό, αν και θα ήμουν απόλυτα δικαιολογημένος να του απαντήσω ανάλογα, περιορίστηκα σε αντιστροφή των κατηγοριών που μου απηύθυνε και οι αναγνώστες ας βγάλουν τα συμπεράσματά τους. Ελπίζω όμως να μην εκλάβει την ευπρέπεια του αντιλόγου μου ως αδυναμία γιατί τα ουσιαστικά θέματα, δηλαδή της γραμμής που οφείλει να τραβήξει η Επιτροπή Ανταγωνισμού στις σχέσεις της με την εκάστοτε κυβέρνηση και τα διαπλεκόμενα οικονομικά συμφέροντα, καθώς και της αντισυνταγματικότητας του νόμου 2685/1999 την οποία υπαινίσσεται στην επιστολή του, παραμένουν ανοικτά και θα επανέλθω.


Εν κατακλείδι, αυτό που αντιλαμβάνομαι ότι δεν αρέσει στον πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι η προσπάθειά μου να εκλαϊκεύω προχωρημένα τεχνικά θέματα και ρυθμίσεις του ανταγωνισμού. Δικαίωμά του. Οποιοιδήποτε όμως και να είναι οι λόγοι που τον ενοχλούν θα πρέπει να συμφωνήσει ότι η δύναμη της εκλαϊκευμένης πληροφόρησης βρίσκεται στην ενημέρωση του μέσου ενεργού πολίτη στα ζητήματα που τον αφορούν και στην ευχέρεια που του παρέχεται να παρακολουθεί και να ελέγχει τα διάφορα κέντρα εξουσίας για ό,τι κάνουν και ό,τι παραλείπουν να κάνουν. Επομένως, ο ίδιος οφείλει να ανέχεται την κριτική με μεγαλύτερη κατανόηση και να αποφεύγει παρόμοιες σκληρές, προσωπικές και ανούσιες αντιπαραθέσεις, γιατί βρίσκεται στη θέση του ελεγχόμενου και όχι του ελεγκτή.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.