Το σωστό να λέγεται. Στον βαθμό που οι πρόσφατες ανακοινώσεις του υπουργού Οικονομίας για την τροποποίηση της τεχνολογίας των φορολογικών ελέγχων διατυπωθούν σε αποφάσεις και επιβληθούν στην πράξη, θα έχουμε να κάνουμε με μια σημαντική διοικητική μεταρρύθμιση.


Οσοι από τους αναγνώστες μας έχουν, έστω και περιφερειακά, ελάχιστη εμπειρία με το θέμα, γνωρίζουν αρκετά καλά την τουρκοκρατικής νοοτροπίας και καταβολών λειτουργία του συστήματος. Οσοι δεν την έχουν, τους ευχόμαστε να μη την αποκτήσουν ποτέ. Με λίγα λόγια, έχουμε να κάνουμε με ένα σύστημα που αξιολογεί ενέργειες, όχι μόνο ατόμων αλλά και πλήθους αυτών (επιχειρήσεις, οικονομικοί διευθυντές, λογιστήρια κ.ά.), ως κατ’ αρχήν παράνομες. Θεωρεί ότι μπορεί να καταλογίζει παραβάσεις. Μπορεί να τις ερμηνεύει ως παραβάσεις χωρίς να υποχρεώνεται να δικαιολογήσει την ουσία. Εισηγείται τη λύση του συμβιβασμού, καθώς η αντιπρόταση του ουσιαστικού ελέγχου συνεπάγεται ο ελεγκτής να αποδεχθεί ότι έκανε λάθος, άρα να εκτεθεί, γεγονός που δεν επιτρέπεται για έναν δημόσιο λειτουργό. Αναπόφευκτα η σχέση οδηγείται σε προσωπική συναλλαγή.


H δυναμική του συστήματος έχει και αυτή την ερμηνεία της. Το τρίγωνο «υπεύθυνη ηγεσία του υπουργείου – φορολογικοί υπάλληλοι – επιχειρήσεις» στην εξέλιξη μαθαίνει και προσαρμόζεται ανάλογα. H ηγεσία θέλει έσοδα, αλλά γνωρίζει ότι η συναλλαγή που δεν ελέγχει μπορεί να τα συρρικνώσει. Λογικώς ενεργούσα, απαιτεί και επιβάλλει αντικειμενικά κριτήρια. Ζητάει, για παράδειγμα, οι έλεγχοι να αποδώσουν συγκεκριμένο ποσοστό επί του κύκλου εργασιών. Οι επιχειρήσεις γνωρίζουν ότι οι φορολογικοί έλεγχοι έχουν μια επιβάρυνση και προετοιμάζονται κατάλληλα. Οπως ο σωστός νοικοκύρης, αφήνουν εν γνώσει τους κάτι σε εμφανές σημείο, για να μπορεί να το βρει εύκολα ο κλέφτης όταν μπει στο σπίτι ώστε να μη χαλάσει τα έπιπλα. H ηγεσία των φορολογικών υπαλλήλων με την πείρα που διαθέτει γνωρίζει τις φοροδοτικές αντοχές του συστήματος, τις ελάχιστες απαιτήσεις των αρχών για την κάλυψη των ελλειμμάτων και την εφάπαξ δαπάνη που τους έχει επιβληθεί από τους συναδέλφους τους για να βρίσκονται στη θέση που βρίσκονται. Σημείωση: ό,τι ισχύει για να είναι κανείς σερβιτόρος ή παρκαδόρος σε ένα καλό κατάστημα, που υποχρεούται να προαγοράσει από τον ιδιοκτήτη το δικαίωμα, ισχύει και για να είναι κανείς εφοριακός σε συγκεκριμένες εφορίες. Με βάση αυτή τη γνώση, οι ελεγκτές αριστοποιούν τόσο ως προς τα προσωπικά τους έσοδα όσο και ως προς τη συχνότητα επανάληψης του ελέγχου, υπό τον περιορισμό ότι και η ηγεσία θα είναι ικανοποιημένη και οι επιχειρήσεις δεν θα κλείσουν.


Αγνοώντας τη ρικαρντιανή ισοδυναμία που πρεσβεύει ότι σε ανάπτυγμα χρόνου το θετικό αποτέλεσμα των εφάπαξ φορολογικών εισπράξεων στο δημόσιο χρέος ισοφαρίζεται με μειώσεις των μελλοντικών τακτικών φορολογικών εσόδων, ενεργούν αποκλειστικά και μόνον υπέρ εκείνων που τους χορηγούν το δικαίωμα να κάνουν ελέγχους. Οι εφοριακοί με το ισχύον σύστημα προσβλέπουν σε ένα ιδιόρρυθμο εφάπαξ. Πληρώνουν για να αποκτήσουν ένα δικαίωμα το οποίο το εισπράττουν στον χρόνο που κάνουν ελέγχους. Λίγο όμως προτού αποχωρήσουν εισπράττουν επιπλέον ως εφάπαξ την τιμή που αποδίδει η αγορά στο δικαίωμα να αναγνωρίσουν σε κάποιον νεότερο να είναι εφοριακός.


Αυτό το σύστημα που είναι στη βάση του λάθος έρχεται να διορθώσει το υπουργείο. Αναγνωρίζει ότι τα κίνητρα στη βιολογική τους εξέλιξη έχουν στρεβλώσει τη σχέση και εισηγείται μία μεταρρύθμιση. Επιδίωξη απόλυτα ορθή της ηγεσίας του υπουργείου είναι, αντί να ισχύει το αντίστροφο της γνωστής ρήσης, δηλαδή «με την εμφάνιση στο ταμείο ουδέν ορθόν αναγνωρίζεται», να επαναφέρουμε τα κίνητρα των βασικών συναλλασσομένων – Δημόσιο και επιχειρήσεις – στην πλέον συμφέρουσα για το Δημόσιο λύση. Επικροτούμε και ευχόμαστε η διαδικασία προσαρμογής που πιθανά θα υπάρξει με τον κοινοβουλευτικό έλεγχο να επιφέρει στο νέο σύστημα μόνο βελτιώσεις.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.