Τελικά αντιλαμβάνομαι ότι το θέμα της συγχωνεύσεως μεταξύ των Ελληνικών Πετρελαίων και της Πετρόλα δεν θα έλθει ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Οχι γιατί ο κ. υπουργός Ανάπτυξης μας διαβεβαίωσε ότι ο ανταγωνισμός θα αυξηθεί και η ευημερία των καταναλωτών θα βελτιωθεί. Αλλά γιατί η Επιτροπή Ανταγωνισμού, με γνωμοδότηση της ολομελείας της, φρόντισε σε όχι και τόσο ανύποπτο χρόνο να αυτοκτονήσει. Για να κατανοήσουμε πώς τα μέλη της συνήργησαν σε αυτό το γεγονός και πόσο ζημίωσαν την υπόθεση του ανταγωνισμού στις αγορές, είναι σκόπιμο να ξεκινήσουμε από το ακόλουθο σύντομο ιστορικό.


Στις 15 Φεβρουαρίου 2002 συνήλθε η ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού προκειμένου να εξετάσει αν οι συγκεντρώσεις επιχειρήσεων που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο του νόμου περί ιδιωτικοποιήσεων 2000/1991 εξαιρούνται των διατάξεων περί προληπτικού ελέγχου των συγκεντρώσεων του νόμου 703/1977. Οι επίτροποι, προκειμένου να αποφασίσουν, ήταν υποχρεωμένοι να λάβουν υπόψη ότι ο νόμος 2685/1999 εξαιρεί από τον προληπτικό έλεγχο του νόμου 703/1977 τις συγκεντρώσεις που πραγματοποιούνται επ’ ευκαιρία των ιδιωτικοποιήσεων. Ετσι, αν και δεν γνωρίζουμε ποιοι εκ των επιτρόπων βρέθηκαν στη μειοψηφία, η πλειοψηφία αποφάνθηκε ότι οι σχετικές συγκεντρώσεις εξαιρούνται από τον προληπτικό έλεγχο της Επιτροπής Ανταγωνισμού.


Τα επιχειρήματα στα οποία βασίστηκαν οι υποστηρικτές της γνωματεύσεως ήταν ουσιαστικά τρία. Το πρώτο εξ αυτών ήταν ότι με ειδικές διατάξεις οι νόμοι 1297/1972 και 1892/1990 προβλέπουν πολλές φορολογικές και διοικητικές απαλλαγές για να διευκολυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις. Το δεύτερο επιχείρημα ήταν ότι η βούληση του νομοθέτη, όπως διατυπώνεται στους πιο πάνω νόμους, είναι να περιορίσει τη δικαιοδοσία της Επιτροπής Ανταγωνισμού ώστε να διευκολυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις που παρουσιάζουν «γενικότερα πλεονεκτήματα ή εξυπηρετούν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον». Και, τέλος, το τρίτο επιχείρημα ήταν ότι η προβλεπόμενη απόφαση της διυπουργικής επιτροπής του νόμου 2685/1999 υποκαθιστά τη διαδικασία προληπτικού ελέγχου της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Επομένως, η βασιμότητα της γνωματεύσεως εξαρτάται από τη βασιμότητα ή μη των επιχειρημάτων αυτών.


Αναφορικά με το πρώτο επιχείρημα πρέπει να τονισθεί ότι οι απαλλαγές που προβλέπονται στους νόμους 1297/1972 και 1892/1990 δεν μπορούν με κανένα λογικό τέχνασμα, ακόμη και νομικό, να ερμηνευθούν ώστε να δημιουργήσουν έρεισμα για τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Μάλιστα ως ένας εκ του επεξεργαστών του N. 1892/1990 θα θεωρούσα άκρως προσβλητικό ακόμη και το υπονοούμενο ότι με τον νόμο αυτόν ανοίξαμε μια κερκόπορτα για να παρακάμπτεται η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Γι’ αυτό, κατά την άποψή μου, οι υποστηρικτές της γνωματεύσεως υπερέβησαν τα όρια διασταλτικών ερμηνειών που συνήθως επιτρέπουν η διατύπωση των νόμων και οι γλωσσικοί περιορισμοί και μπήκαν στην περιοχή της προφανούς προκαταλήψεως.


Προς επίρρωση αυτής της διαπιστώσεως διευκολύνει να σκεφθούμε ότι οι υποστηρικτές της γνωματεύσεως έφθασαν στο σημείο να δεχθούν ότι υπάρχει κάποιο «γενικότερο ή υπέρτερο δημόσιο συμφέρον» προ του οποίου ο ανταγωνισμός πρέπει να οπισθοχωρεί. Μα τότε αποταχθήτω ο ανταγωνισμός, αφού κατά το δοκούν οι κυβερνήσεις μπορούν να επικαλούνται το δημόσιο συμφέρον για να τον περιορίζουν. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο στον τίτλο του άρθρου μου χρησιμοποίησα τη λέξη χαρακίρι και γι’ αυτό θεωρώ ότι οι συνεργήσαντες σε αυτή τη γνωμοδότηση θα έπρεπε να έχουν την ευθιξία να παραιτηθούν. Αυτό από μόνο του θα εξυπηρετούσε κατά τον καλύτερο τρόπο το δημόσιο συμφέρον.


Τέλος, σχετικά με το τρίτο επιχείρημα ότι είναι μάταιο η Επιτροπή Ανταγωνισμού να έρχεται αντιμέτωπη με την κυβέρνηση, αυτό και αν αποτελεί μνημείο υποταγής και εξουθενώσεως ενός θεσμού από τους ίδιους τους εκπροσώπους του. Μα τότε δεν χρειάζεται καμία από τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και όλοι εμείς που δώσαμε μάχες για να δημιουργηθούν και να αποκτήσουν «τσαγανό» στη ρύθμιση του ανταγωνισμού διαψευστήκαμε.


Συμπερασματικά, η ευθύνη των επιτρόπων, σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο, είναι ιστορικών διαστάσεων γιατί με αυτή τη μετέωρη γνωμάτευση οδήγησαν την Επιτροπή Ανταγωνισμού σε πλήρη ανυποληψία.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.