H πρόσφατη απόφαση συγχώνευσης των δύο εκ των τριών πλέον πετρελαϊκών επιχειρήσεων της χώρας ήταν μια σημαντική επιχειρηματική μεταβολή σ’ έναν ισχυρό κλάδο της οικονομίας. Δεν θα αποτελούσε αντικείμενο σχολιασμού η ενέργεια, αν δεν ενεπλέκετο μια δημόσιας ιδιοκτησίας επιχείρηση. Το αν η ανταλλαγή ή η πώληση μετοχών δημόσιας ιδιοκτησίας με μετοχές ή πόρους ιδιωτικής ιδιοκτησίας, χωρίς μεταβολή του διοικητικού καθεστώτος, αποτελεί ή όχι ιδιωτικοποίηση έχει μόνο θεωρητική σημασία. Θα μπορούσαμε να διαφωνούμε ή να συμφωνούμε χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.


Το θέμα όμως που θα πρέπει να μας προβληματίσει συνίσταται στο κατά πόσον η συγχώνευση βελτιώνει ή όχι την οικονομική αποτελεσματικότητα της δημόσιας επιχείρησης (ΕΛΛΠΕ). Ανεξάρτητα από τα όποια χρηματικά ή χρηματιστηριακά οικονομικά οφέλη μπορεί να προκύψουν από τη συναλλαγή, είτε για το Ελληνικό Δημόσιο είτε για την ιδιωτική ιδιοκτησία, η συγχώνευση θα όφειλε να έχει και ουσιαστικές μεταβολές στην αποτελεσματικότητα της δημόσιας επιχείρησης. Οικονομίες κλίμακας ή αντικειμένου, με κατάληξη τη χαμηλότερη τιμή και τις καλύτερες προοπτικές, οφείλουν να πρυτανεύουν στις αντίστοιχες ενέργειες του Δημοσίου.


Τα ΕΛΛΠΕ δεν είναι μια τυχαία δημόσια επιχείρηση. Είναι μια επιχείρηση που ακριβώς λόγω του ότι ελέγχεται περιουσιακά από το Δημόσιο ευνοήθηκε σκανδαλωδώς. Για όσους δεν θυμούνται, διαθέτει, με κεφάλαια του Ελληνικού Δημοσίου, το καλύτερο από τεχνολογική άποψη διυλιστήριο της Ελλάδας και το δεύτερο καλύτερο μεταξύ των ανταγωνιστών της στη Μεσόγειο (με βάση τον δείκτη ευελιξίας Nelson). Συγχωνεύθηκε με την ΕΚΟ και απέκτησε μονοπωλιακή σχεδόν θέση στη διύλιση και αποθήκευση στα Βαλκάνια και στη Βόρεια Ελλάδα. Εξαγόρασε τους αποθηκευτικούς χώρους της εταιρείας Μαμιδάκη στη Θεσσαλονίκη και ισχυροποίησε τη θέση της. Διαθέτει ένα ισχυρότατο δίκτυο εμπορίας μέσω του πρώην δικτύου των πρατηρίων της ΕΚΟ. Διαθέτει αφθονία αποθηκευτικών χώρων στη Νότια Ελλάδα, με αποτέλεσμα παρέχοντάς το στις εταιρείες εμπορίας, ως κάλυψη των υποχρεώσεών τους για διαφύλαξη στρατηγικών αποθεμάτων 90 ημερών, μαζί με το πετρέλαιο σε διαδικασία διύλισης, να ισχυροποιεί την πελατειακή της βάση. Κατά καιρούς απέκτησε χωρίς διαγωνισμό την αποκλειστική προμήθεια του Ελληνικού Στρατού και ορισμένων αεροδρομίων της χώρας. Για λόγους που το Ελληνικό Δημόσιο γνώριζε, τέλος, απέκτησε ουσιαστικό μερίδιο στην εταιρεία διαχείρισης του φυσικού αερίου.


Αυτή την εταιρεία λοιπόν το Δημόσιο έρχεται να τη συγχωνεύσει με το πλέον αναποτελεσματικό διυλιστήριο της Μεσογείου (σύμφωνα και πάλι με τον δείκτη Nelson). Ποια θα μπορούσαν να είναι τα στρατηγικά πλεονεκτήματα και υπό ποιες συνθήκες η συγκεκριμένη συγχώνευση θα οδηγούσε σε πιθανή βελτίωση της συνολικής αποτελεσματικότητας με θετικές ενέργειες στον ανταγωνισμό και στην οικονομία;


Πρώτον, αν τεχνολογικά ένας ανασχεδιασμός της παραγωγής μεταξύ των δύο διυλιστηρίων (Σκαραμαγκά και Ελευσίνας) μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομίες κλίμακας. Σε όλα όμως τα προϊόντα η παραγωγή στα ΕΛΛΠΕ είναι φθηνότερη και όπου η Πετρόλα παράγει, γιατί αποτελεί προϊόν χαμηλής κερδοφορίας για τα ΕΛΛΠΕ, τα χρονικά όρια παραγωγής στις εγκαταστάσεις της χωρίς τεχνολογικές μεταβολές εξαντλούνται το 2005. Δεύτερον, αν η τεχνογνωσία και οι ικανότητες των εργαζομένων είναι το ισχυρό στοιχείο, η συγχώνευση και πάλι δεν είναι αναγκαία, αφού εύκολα μπορείς να τους απασχολήσεις προσφέροντας καλύτερους όρους. Μήπως όμως η βελτίωση της αποτελεσματικότητας θα προέλθει από τον διπλασιασμό των αποθηκευτικών χώρων των ΕΛΛΠΕ; Το επιχείρημα θα είχε νόημα αν οι χώροι αυτοί υπήρχαν εκεί όπου τα ΕΛΛΠΕ διαθέτουν σχετική και πιθανά αναξιοποίητη παραγωγική δυνατότητα και ισχυρή ζήτηση. Δηλαδή στη Βόρεια Ελλάδα. Δυστυχώς όμως οι αποθηκευτικοί χώροι της Πετρόλα βρίσκονται στον Νότο.


Τι απομένει; H αισιόδοξη άποψη που θέλει τα ΕΛΛΠΕ με τον χρόνο να αλλάζουν διοικητικά πρότυπα και με ουσιαστική ιδιωτικοποίηση και διεύρυνση της επενδυτικής τους βάσης να αναπτύσσονται στη διεθνή αγορά. Δύσκολη η πρόβλεψη του μέλλοντος. Δεν μας προβληματίζει όμως καθόλου η εναλλακτική περίπτωση που θέλει, αφού ολοκληρωθεί η ιδιωτικοποίηση, να αντιμετωπίσουμε μια ιδιωτική συνεργασία των δύο τελευταίων παικτών της κλειστής αγοράς, για δημιουργία ενός ισχυρού καρτέλ;


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.