Στο προηγούμενο άρθρο μου διατύπωσα την άποψη ότι εξαιτίας της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής και της μείωσης των πραγματικών επιτοκίων στα επίπεδα των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, οι ξένοι επενδυτές μας έχουν γυρίσει την πλάτη. Εν τούτοις, αν και η έλλειψη ξένων επενδύσεων αποστερεί την ελληνική οικονομία από το πολύτιμο know-how που διαχέουν στις χώρες όπου κατευθύνονται, κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει ότι δεν «χρειάζεται να μετατραπούμε σε Ιρλανδία» για να μας προτιμήσουν, με το σκεπτικό ότι το κενό είναι πιθανόν να καλυφθεί από εγχώριους επενδυτές. Αλλά το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο γιατί, σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, αν οι αποδόσεις του κεφαλαίου στη χώρα μας δεν ανακάμψουν σε λογικότερα επίπεδα απ’ αυτά που ισχύουν, ελληνικό κεφάλαιο αργότερα ή γρηγορότερα θα μετακινηθεί σε άλλες χώρες, και όχι μόνο στις γειτονικές. Κατά συνέπεια, στον βαθμό που το πολιτικό σύστημα θα συνεχίσει να επιμένει σε σοσιαλίζουσες οικονομικές πολιτικές, οι σχετικά υψηλοί ρυθμοί της αναπτύξεως που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια θα επιβραδυνθούν σημαντικά.


H εκτίμηση αυτή υποστηρίζεται περαιτέρω και από την ακόλουθη ανάλυση. Στην ανάπτυξη, ή αλλιώς στην αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), συμβάλλουν αποκλειστικά δύο παράγοντες. Αυτοί είναι, πρώτον, η αύξηση της παραγωγής, η οποία προκαλείται από την απασχόληση περισσότερων εργαζομένων και περισσότερου κεφαλαίου, και δεύτερον, η αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία πηγάζει από τις εφαρμογές νέων παραγωγικών μεθόδων και τεχνολογίας. Το κλειδί σε αμφότερες τις διαδικασίες είναι επενδύσεις, γιατί από τη μια μεριά αυξάνουν την ποσότητα των απασχολούμενων πόρων και από την άλλη επιταχύνουν την αύξηση της παραγωγικότητας λόγω της καινούργιας τεχνολογίας που εισάγουν. Αν λοιπόν, μετά το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων, μαζί με τις ξένες επενδύσεις επιβραδυνθούν και οι εγχώριες, όπως αναμένω ότι θα συμβεί, οι σχετικά υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης των τελευταίων ετών θα αποδειχθούν συγκυριακοί.


Προς την ανωτέρω απαισιόδοξη πρόβλεψη συγκλίνουν και πολλές άλλες ενδείξεις, και μάλιστα ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθούν οι επενδύσεις. Μία απ’ αυτές είναι, για παράδειγμα, η εξής: H αύξηση του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια βασίστηκε κυρίως στην αύξηση της παραγωγής και δευτερευόντως στην αύξηση της παραγωγικότητας στους μη εξαγωγικούς κλάδους της οικονομίας. Αυτό συνέβη γιατί οι εν λόγω κλάδοι πριμοδοτήθηκαν από τον δανεισμό των νοικοκυριών, τους πόρους που εισέρρευσαν από την Ευρωπαϊκή Ενωση και τη μείωση των αποταμιεύσεων. Αλλά η διαδικασία αυτή δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί για πολύ, αφού οι πόροι για τη συνεχή στήριξη της καταναλωτικής ζητήσεως είναι πεπερασμένοι. Επομένως, σε ποιο βαθμό θα γίνει εφικτό να διατηρηθούν υψηλοί ρυθμοί αναπτύξεως θα εξαρτηθεί από τον βαθμό στον οποίο θα δυνηθούν να ανακάμψουν οι κλάδοι της οικονομίας οι οποίοι είναι εκτεθειμένοι στον διεθνή ανταγωνισμό. Θα μπορέσουν να κερδίσουν το χαμένο έδαφος σύντομα; Προσωπικά εκτιμώ ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια ώστε οι κλάδοι αυτοί να ξαναγίνουν ανταγωνιστικοί. Γι’ αυτό η άποψή μου είναι ότι οι παρόντες ρυθμοί ανάπτυξης δεν θα διατηρηθούν.


Εν κατακλείδι, αυτό που απαιτείται είναι να αλλάξει η οικονομική πολιτική και να γίνει φιλική προς τους επενδυτές και τις επιχειρήσεις. Οχι με παροχές επιδοτήσεων που δηλητηριάζουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, αλλά με αναδιάρθρωση της δημόσιας διοικήσεως και απηνή διωγμό της διαφθοράς και της διαπλοκής.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.