Τις δύο τελευταίες εβδομάδες στο Χρηματιστήριο Αθηνών (XA) παρατηρείται μια μικρή άνοιξη με τον γενικό δείκτη των μετοχών να κερδίζει πάνω από 20%. Τέτοιου είδους ξεσπάσματα παρατηρήθηκαν βέβαια και στο παρελθόν χωρίς η ανοδική πορεία του δείκτη να έχει διάρκεια. Αλλά αυτή τη φορά το κλίμα που διαμορφώνει η ανοδική κίνηση των τιμών των μετοχών δείχνει να συνοδεύεται από μια λιγότερο αβέβαιη πεποίθηση ότι η περίοδος της μεγάλης καχεξίας αποτελεί παρελθόν. Εντούτοις, παρά τη συγκρατημένη αισιοδοξία που δημιουργούν οι εξελίξεις στο Χρηματιστήριο, εξακολουθώ να παραμένω προβληματισμένος και απαισιόδοξος για τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ο λόγος είναι ότι δεν βλέπω πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν στα πλαίσια του ισχύοντος πολιτικού συστήματος τα μεγάλα αδιέξοδα στα οποία έχει οδηγήσει η από μακρού ακολουθούμενη μυωπική οικονομική πολιτική. Γι’ αυτό, ξεκινώντας από το σημερινό άρθρο, σκέφθηκα ότι ίσως είναι χρήσιμο να δημοσιοποιήσω μερικές από τις βασικές μου επιφυλάξεις.


Από την οικονομική ιστορία γνωρίζουμε ότι η ανάπτυξη των βιομηχανικών χωρών ακολούθησε ένα συγκεκριμένο μονοπάτι. Σε όλες ξεκίνησε από μια κατάσταση υψηλών επιτοκίων και στενότητας κεφαλαίου και μέσα από μια διαδρομή συνεχών μεταπτώσεων σε χαμηλότερα επιτόκια και αφθονότερο κεφάλαιο κατέληξε στο σημείο που βρίσκονται σήμερα, των χαμηλών πραγματικών επιτοκίων και της αφθονίας του κεφαλαίου. Συνεπώς, αν για λόγους άλλους από αυτούς που χαρακτηρίζουν τη νομοτέλεια της αναπτυξιακής διαδικασίας μια οικονομία με στενότητα κεφαλαίου, όπως η δική μας, μετατρεπόταν ξαφνικά σε οικονομία με χαμηλό πραγματικό επιτόκιο, όπως ακριβώς συνέβη μετά την είσοδό μας στην ΟΝΕ, η οικονομία αυτή θα περιμέναμε να παρουσιάζει ταχύτατους ρυθμούς συσσώρευσης κεφαλαίου, συνοδευόμενους από ταχύτατους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Παρατηρούνται τέτοιες τάσεις στην οικονομία της χώρας μας, και αν όχι γιατί;


Δυστυχώς, η μείωση των πραγματικών επιτοκίων στα επίπεδα των ανεπτυγμένων χώρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν έχει οδηγήσει σε άνθηση των επενδύσεων στη χώρα μας. Στον πίνακα παρατίθενται τα μετά τη φορολογία ποσοστά απόδοσης του κεφαλαίου σε ένα δείγμα χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Από αυτόν προκύπτει διά γυμνού οφθαλμού ότι κατά την κρίσιμη περίοδο μετά την πλήρη ένταξή μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1981 οι κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ φρόντισαν οι επενδύσεις στην Ελλάδα να έχουν τη μικρότερη σχετική απόδοση από όλες τις χώρες αναφοράς. Επομένως δεν πρέπει να απορούμε γιατί κατά τα χρόνια αυτά που θα έπρεπε να ανθίζουν οι ιδιωτικές επενδύσεις όχι μόνο συρρικνώθηκαν, αλλά ταυτόχρονα οδηγηθήκαμε σε αποβιομηχάνιση με την έξοδο από την Ελλάδα πολλών ξένων επιχειρήσεων που μας εγκατέλειψαν για να εγκατασταθούν σε άλλες χώρες.


Συμπερασματικά, η μείωση του πραγματικού επιτοκίου δεν πρόκειται να βοηθήσει στην ανάκαμψη των επενδύσεων ενόσω συνεχίζεται η παρούσα οικονομική πολιτική και η κυβέρνηση με τα έργα της δεν χάνει ευκαιρία να υπενθυμίζει στις επιχειρήσεις πόσο εχθρική είναι απέναντί τους. Επομένως, αν δεν αλλάξει τίποτε, η είσοδός μας στην ΟΝΕ μπορεί να μας καταδικάσει σε μόνιμη οικονομική καχεξία. Αυτή βέβαια η προοπτική με ανησυχεί.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.