Διάβασα με πολύ ενδιαφέρον την έρευνα που δημοσίευσε προχθές ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» για τα αίτια που κάνουν τους ξένους επενδυτές να μας γυρίζουν την πλάτη. Αλλά δεν πείστηκα ότι οι παράγοντες που προβλήθηκαν είναι αυτοί στους οποίους οφείλεται κατά κύριο λόγο η απροθυμία των ξένων επενδυτών. Σίγουρα η γραφειοκρατία αποτελεί σημαντική αναστολή. Αλλά γραφειοκρατία είχαμε και το 1960 και το 1970, χωρίς αυτό να εμποδίσει τις σημαντικές ξένες επενδύσεις που αναλήφθηκαν. Ομοίως, η αγορά εργασίας ήταν ανέκαθεν ανελαστική γιατί κάτω από την σοσιαλμανία των κυβερνήσεων και των δικαστηρίων οι επιχειρήσεις τεκμαιρόταν ότι είχαν πάντοτε άδικο στις διαφορές τους με τους εργαζομένους. Αλλά ούτε αυτός ο παράγοντας εμπόδισε παγκόσμιους οικονομικούς κολοσσούς να έλθουν και να επενδύσουν στη χώρας μας. Τέλος, αναφορικά με τις επιδοτήσεις, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν λαμβάνουν μεγάλη στάθμιση στους υπολογισμούς των ξένων επενδυτών γιατί, μπορεί μεν να αντισταθμίζουν το υψηλότερο κόστος του κεφαλαίου στις χώρες που χορηγούνται, αλλά στην πράξη λειτουργούν ως δίαυλοι διαπλοκής με τις κρατικές υπηρεσίες που οι ξένοι επενδυτές συνηθίζουν να αποφεύγουν. Συνεπώς, κατά την άποψή μου, αν και πολύ καίριο και επίκαιρο, το ερώτημα γιατί μας αποφεύγουν οι ξένοι επενδυτές δεν απαντήθηκε. Γι’ αυτό, δίδοντας συνέχεια στις προηγούμενες αναλύσεις μου επί του θέματος, επιθυμώ να κάνω τις ακόλουθες συμπληρωματικές διαπιστώσεις.


Οταν ο νυν υπουργός Εθνικής Οικονομίας λειτουργούσε ως ερευνητής οικονομολόγος τόνιζε με πολύ έμφαση στα γραπτά του ότι ο πρωταρχικός παράγοντας που ενθαρρύνει ή αποθαρρύνει τις επενδύσεις, ξένες και εγχώριες, είναι η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής. Επίσης τόνιζε ότι, ενώ η αξιοπιστία κερδίζεται πολύ δύσκολα, αρκούν κάποια επιπόλαια περιστατικά για να χαθεί. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι αν η παρούσα κυβέρνηση διαθέτει την αναγκαία αξιοπιστία για να την εμπιστευθούν οι επενδυτές. Η άποψή μου είναι ότι τους έχει ξεγελάσει επανειλημμένα στο παρελθόν και ότι δεν χρειαζόταν η συνέντευξη του κ. Οδυσσέα Κυριακόπουλου στην Ανάπτυξη της 30ής Μαρτίου 2003 για να επιβεβαιώσει ότι ούτε οι εγχώριοι επενδυτές πρόκειται να επενδύσουν. Συνεπώς υπάρχει θέμα αξιοπιστίας και καλό είναι να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.


Η δεύτερη διαπίστωση που θέλω να κάνω είναι εξής: Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι ένα μεγάλο ποσοστό των ξένων επενδύσεων που έγιναν στην Ελλάδα μεταπολεμικά προήλθε από τις ΗΠΑ. Μάλιστα για μερικές πολύ μεγάλες επενδύσεις γνωρίζουμε ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο πατριώτες Ελληνοαμερικανοί. Εν όψει λοιπόν αυτού του προηγούμενου πρέπει να διερωτηθούμε γιατί στέρεψαν οι επενδύσεις ακόμη και από τις ΗΠΑ, όπου έχουμε τη μεγαλύτερη και πλουσιότερη ομογένεια. Η άποψή μου είναι ότι στέρεψαν γιατί στη χώρα μας έχει επικρατήσει ένας αδικαιολόγητος αντιαμερικανισμός ο οποίος υποκινείται από αριστεριστικά κέντρα εξουσίας και παραεξουσίας που δεν έχουν συναίσθηση πόσο κακό κάνουν στην ανάπτυξη της χώρας.


Τέλος, αλλά όχι τελευταία, είναι η διαπίστωση ότι το διεθνές περιβάλλον έχει αλλάξει και μας έχει προσπεράσει. Αφού ο κ. Πρωθυπουργός πριν από καιρό έδωσε το σύνθημα ότι δεν θα επιτρέψει να γίνουμε Ιρλανδία, οι ξένοι επενδυτές τον πίστεψαν και προσανατολίστηκαν να πάνε τις επενδύσεις τους σε χώρες πιο φιλόξενες από τη δική μας. Ή μήπως έχουμε την εντύπωση ότι μπορεί η ηγεσία του τόπου, τα εργατικά συνδικάτα, τα επιμελητήρια και όλοι οι άλλοι υπεύθυνοι φορείς του τόπου να τοποθετούνται όπως τους βολεύει στα διεθνή ζητήματα με το αζημίωτο; Η άποψή μου είναι ότι χρειαζόμαστε αλλαγή και της οικονομικής πολιτικής και του επιχειρηματικού κλίματος, γιατί οι ανταγωνιστές μας δεν θα μας περιμένουν.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.