Η εικόνα αρχίζει να διαμορφώνεται. Τα πρώτα στοιχεία για τα αποτελέσματα των εισηγμένων στο ΧΑ εταιρειών καταμετρούν μια πτώση των κερδών τους κατά 17%. Συγκεκριμένα από περίπου 5,5 δισ. ευρώ το 2001 σε τελικά αποτελέσματα σε 4,5 δισ. για το 2002. Αν τώρα κάνουμε την υπόθεση ότι η συμμετοχή των κερδών των εισηγμένων στα συνολικά κέρδη των νομικών προσώπων δεν έχει αλλάξει μεταξύ των ετών 2001 και 2002, δηλαδή αν δεχθούμε ότι αυτή παραμένει, σύμφωνα και με τα δημοσιευμένα στοιχεία του προϋπολογισμού, στο 44% του συνόλου, εύκολα μπορούμε να υπολογίσουμε τη μείωση των φορολογικών εσόδων του Δημοσίου από τη συγκεκριμένη πηγή. Αφού ο φορολογικός συντελεστής είναι αναλογικός και αμετάβλητος μεταξύ 2001 και 2002, η μείωση αυτών θα είναι από 320 εκατ. ευρώ ως 700 εκατ. Τα 700 εκατ. αποτυπώνουν την περίπτωση που η παρατηρούμενη στις εισηγμένες πτώση των κερδών εμφανιστεί στην ίδια αναλογία και έκταση και στα μη εισηγμένα στο ΧΑ νομικά πρόσωπα. Αν η απώλεια κερδών στα μη εισηγμένα είναι μεγαλύτερη, με δεδομένη και την ισχύ της μείωσης των φορολογικών εσόδων τα πράγματα θα είναι ακόμη χειρότερα.


Γνωρίζω ποια είναι η πολιτική απάντηση στους συγκεκριμένους υπολογισμούς. Τα φορολογικά έσοδα έχουν αυξηθεί το πρώτο δίμηνο κατά 10%. Το συγκεκριμένο ποσό αποτελεί περίπου το 1% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Η πορεία της οικονομίας και η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν δημιουργεί κινδύνους.


Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία θα απαντούσε κάποιος στη θέση μου. Τα δεδομένα όμως δεν είναι έτσι. Βρισκόμαστε στον τρίτο μήνα του έτους και οι απώλειες των φορολογικών εσόδων που έρχονται σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της αποκατάστασης των δυσμενών καιρικών συνθηκών στις δημόσιες δαπάνες αρχίζουν να προβληματίζουν κάθε καλόπιστο παρατηρητή. Προφανώς το υπουργείο Οικονομικών γνωρίζει καλύτερα και μπορεί να ελέγξει τα του οίκου του. Αλλά οι επισημάνσεις βοηθούν.


Είμαστε σε μια κρίσιμη από άποψη ακρίβειας των οικονομικών υπολογισμών περίοδο. Η αβεβαιότητα για τις εξελίξεις στο θέμα του Ιράκ οδήγησε πολύ σωστά τα αρμόδια όργανα να συντάξουν δύο σενάρια στην εκτέλεση του προϋπολογισμού. Τα απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα δεν βαρύνουν κανένα ως προς τις επιπτώσεις τους έστω και αν στην ουσία θα επιδράσουν στα νούμερα. Ο προϋπολογισμός των δαπανών στο κομμάτι των ολυμπιακών έργων, όσο και αν προσπαθούμε να τον ελέγξουμε, έχει μια σχετικά ανεξάρτητη δυναμική. Μεταξύ υπευθύνων οικονομικών παραγόντων, οι υπολογισμοί στους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας και άρα και στα προβλεπόμενα φορολογικά έσοδα της τρέχουσας οικονομικής χρήσης αρχίζουν να δείχνουν αποκλίσεις. Η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος φαίνεται, τουλάχιστον με τα δημοσιευμένα στοιχεία, να μη συμφωνεί με το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών. Η καθυστέρηση στην εκτέλεση του ΚΠΣ αναπόφευκτα θα συμβάλει και αυτή στη μείωση των φορολογικών εσόδων, ιδιαίτερα εκείνων που συνδέονται με τις συναλλαγές (π.χ. ΦΠΑ). Τέλος θα ήταν κάποιος αρκετά αφελής να πιστεύει ότι ένα μεγάλο ποσοστό από τα έσοδα που κατά τη σύνταξη του προϋπολογισμού προέβλεπε το υπουργείο Οικονομικών να εισπράξει από πώληση περιουσιακών στοιχείων και μετοχοποιήσεις θα πραγματοποιηθούν στην τρέχουσα οικονομική χρήση. Η πτώση του ΧΑ δεν επιτρέπει κινήσεις αυτού του τύπου.


Και όμως είμαστε αισιόδοξοι. Προσωπικά το μόνο που μου επιτρέπεται να διατυπώσω είναι ότι οι οικονομικές εξελίξεις περιγράφονται πιο ανάγλυφα στις γνώμες των απλών παρατηρητών και των απλών πολιτών παρά στις δημόσιες μαρτυρίες των υπευθύνων. Και αυτό είναι μεγάλο λάθος.


Ο κ. Ν. Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.