Στο αμέσως προηγούμενο άρθρο μου θεμελίωσα την πρόταση ότι οι οικονομικές πολιτικές κατά τις δεκαετίες 1980-2000 διόγκωσαν υπέρμετρα το δημόσιο χρέος ως ποσοστό στο ΑΕΠ, τόσο σε σχέση με τις περιόδους της ταχύρρυθμης οικονομικής ανάπτυξης 1960-1980 όσο και σε σχέση με τις άλλες χώρες του δείγματος στο οποίο αναφέρομαι. Αλλά τις τελευταίες δύο δεκαετίες η οικονομία μας δεν κλήθηκε να αντιμετωπίσει μόνο τις διαταράξεις του υπερβολικού δημόσιου χρέους. Και τούτο γιατί πέρα και πάνω από αυτό οι οικονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων του ΠαΣοΚ οδήγησαν σε διόγκωση του κράτους σε βάρος της ιδιωτικής οικονομίας. Προς επιβεβαίωση αυτής της διαπιστώσεως ο Πίνακας 1 πιο κάτω απεικονίζει την πορεία των συνολικών εσόδων της γενικής κυβερνήσεως ως ποσοστού στο ΑΕΠ. Από αυτόν τον δείκτη προκύπτουν διά γυμνού οφθαλμού οι ακόλουθες διαπιστώσεις.


Πρώτον, το μέσο μέγεθος της κυβερνήσεως στη χώρα μας κατά τις δεκαετίες 1960-1970 ήταν ίσο προς 23,5% του ΑΕΠ. Αν λοιπόν σε αυτό το ποσοστό προσθέσουμε και το μερίδιο που συνεισφέρουν οι Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (ΔΕΚΟ), το μέγεθος του κράτους στην οικονομία μας το 1980 βρισκόταν γύρω στο 35%. Δηλαδή όχι πολύ παραπάνω από το 30% που πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν άριστο μέγεθος.


Δεύτερον, από το 1980 και μετά η αύξηση του μεγέθους της κυβερνήσεως επιταχύνθηκε και το 1995 έφθασε στο 38%. Οπότε, υποθέτοντας ότι το μερίδιο των ΔΕΚΟ στο ΑΕΠ ήταν γύρω στο 15%, το μέγεθος του κράτους στην οικονομία μας το 1995 ήταν περίπου 55%.


Τρίτον, σε σχέση με τις χώρες του δείγματος, το μέγεθος της κυβερνήσεως και του κράτους στη χώρα μας, παρά το γεγονός ότι αυξήθηκε ταχύτατα μετά το 1980, βρίσκεται στα επίπεδα των χωρών του δείγματος με τους σχετικά μικρότερους κρατικούς τομείς.


Με τη σειρά τους οι πιο πάνω διαπιστώσεις οδηγούν στα ακόλουθα ενδιαφέροντα ερωτήματα: α) Συμβάλλει το μέγεθος της κυβερνήσεως και του κράτους στην ανάπτυξη: Αν ναι, πόσο και μέσα από ποιους μηχανισμούς; β) Στην περίπτωση της χώρας μας, έπαιξε ρόλο η μεγέθυνση του κράτους στην επιβράδυνση των ρυθμών της οικονομικής ανάπτυξης μετά το 1980; Αν ναι, γιατί; γ) Τα συστατικά στοιχεία της μεγέθυνσης του κράτους, αν δηλαδή αφορούν περισσότερο δημόσιες υποδομές και λιγότερο δημόσια απασχόληση, επηρεάζουν τους ρυθμούς ανάπτυξης και πώς; δ) Υπάρχει μήπως ένα άριστο μέγεθος πέρα από το οποίο η μεγέθυνση του κράτους επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη; Αν υπάρχει, σε τι επίπεδο μπορούμε να πούμε ότι βρίσκεται στη χώρα μας;


Στα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσω να απαντήσω τεκμηριωμένα σε προσεχές άρθρο μου στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο». Ως τότε παρακαλώ τους φίλους αναγνώστες να κάνουν υπομονή.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.