Ο χαρακτηρισμός από έναν πολίτη της ενέργειας μεταβολής των τιμών πώλησης ενός προϊόντος από τον παραγωγό του ως «ακατανόητης», ακόμη και για έναν τυχαίο οικονομολόγο, θα αποτελούσε στην καλύτερη των περιπτώσεων αστεϊσμό. Δεν καταλαβαίνει, θα έλεγε ο οικονομολόγος για τον πολίτη, τι συμβαίνει γύρω του. Αν όμως ο συγκεκριμένος πολίτης που διατυπώνει αυτή την αδυναμία κατανόησης είναι υπεύθυνο, για τα οικονομικά δρώμενα της χώρας, δημόσιο πρόσωπο, τότε ο οικονομολόγος αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα. Αν μάλιστα έχει και τη δυνατότητα να σχολιάζει τη συγκεκριμένη του απορία και μέσω της στήλης του στο «Βήμα», τότε δεν μπορεί παρά να δαπανήσει τον αναγκαίο χρόνο για τον σχολιασμό.


Είναι προφανές ότι αν τολμούσα να αναλύσω τους λόγους, τα κριτήρια και τη μεθοδολογία με την οποία μια επιχείρηση αποφασίζει να μεταβάλει, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, την τιμή του προϊόντος που διαθέτει στην αγορά θα χρειαζόμουν να γράψω τουλάχιστον τη βασική γνώση ενός αποφοίτου του πανεπιστημίου. Ευτυχώς όμως δεν είναι αυτός ο λόγος της συνεργασίας μου με την εφημερίδα.


Σε γενικές γραμμές, το αν μια τράπεζα ή κάθε επιχείρηση αποφασίζει να μεταβάλει τις τιμές των προϊόντων της, στην προκειμένη δηλαδή περίπτωση τα επιτόκια, τους μόνους που δεν αφορά είναι τους οικονομικούς σχολιαστές. Το φαινόμενο στις οικονομίες όπου ζούμε είναι καθημερινό και αφορά τη διοίκηση των επιχειρήσεων, ως προς το κατά πόσο κάνει σωστά τη δουλειά της, τους μετόχους της, ως προς κατά πόσο οι εκτιμήσεις της διοίκησης θα είναι θετικές για τα κέρδη, τους ανταγωνιστές της, για το κατά πόσο και πώς θα αναπροσαρμόσουν τη στρατηγική τους, και τέλος τους πελάτες, για το πώς θα συμπεριφερθούν υπό τις νέες συνθήκες.


Αν τώρα υπουργοί τα θεωρούν ακατανόητα, σε πρώτη φάση ας προσδιορίσουν τη σχέση τους με καθεμία κατηγορία από τις πιο πάνω και στη συνέχεια ας ανατρέξουν για περαιτέρω γνώση στην Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη.


Αντικείμενο για σχολιασμό υπάρχει όταν εκείνο που εκπροσωπεί αυτός που διατυπώνει την έκφραση, ότι δηλαδή η συγκεκριμένη ενέργεια του είναι ακατανόητη, έχει σε έναν μεγάλο βαθμό την ηθική ευθύνη για το συμβάν. Δεν μπορώ ειλικρινά να κατανοήσω πώς από τη μία πλευρά επιδιώκεται η αύξηση των επιτοκίων και από την άλλη θεωρείται ακατανόητη. Και ας δούμε τη λογική. Πριν από λίγα χρόνια η χώρα βρισκόταν, από πλευράς υδάτινων πόρων και αποθεμάτων νερού στους ταμιευτήρες, σε οριακά, σύμφωνα με τους ειδικούς που παρακολουθούσαν τη ζήτηση, επίπεδα. Η κρατική τότε εταιρεία ΕΥΔΑΠ, ορθά κατά τη γνώμη μου, υπό τις ευλογίες της κυβέρνησης, αναπροσάρμοσε σοβαρότατα τις τιμές προς τα επάνω και ταυτόχρονα αύξησε τα πάγια. Σύμφωνα με το τυπικό της Επιτροπής Ανταγωνισμού, και η αλλαγή στην τιμολόγηση και η απόφαση αυτή καθαυτή τουλάχιστον έθεταν θέμα αξιολόγησης, κάτι που δεν έγινε. Ας το ξεπεράσουμε όμως και ας πάμε στην ουσία. Ο μηχανισμός των τιμών, είπαμε όλοι μαζί, είναι ο καλύτερος μηχανισμός ορθολογισμού της κατανάλωσης, και δεχθήκαμε την αύξηση των τιμών. Ας ξεχάσουμε ότι από τότε η ζήτηση έπεσε, οι ταμιευτήρες με τις βροχές και τα χιόνια γέμισαν αλλά το μονοπώλιο κράτησε τις τιμές στα ίδια επίπεδα, προφανώς γιατί τώρα με την ιδιωτικοποίησή του δεν συμφέρει τους μετόχους η μείωση των τιμών.


Πριν από λίγους μήνες η Τράπεζα της Ελλάδος αλλά και όλα τα υπεύθυνα για την οικονομία κυβερνητικά όργανα αναφέρονταν σε «υπερδανεισμό» (προς Θεού, δεν αναλαμβάνω την ευθύνη ακόμη και για τη λέξη, γιατί δεν τη χρησιμοποιώ) των νοικοκυριών. Μιλούσαν για αλόγιστη αύξηση της ρευστότητας, μιλούσαν για τις επιπτώσεις αυτού του φαινομένου στην αναθέρμανση του πληθωρισμού, μιλούσαν για επικίνδυνες πιέσεις των τιμών στον κατασκευαστικό τομέα κ.α. Απλώς οι γνωρίζοντες καλά έβλεπαν το νερό (πιστωτικό όριο) να λιγοστεύει επικίνδυνα στους ταμιευτήρες (τράπεζες). Τι επεδίωκαν οι εκφράζοντες τους φόβους; Κατ’ αρχήν οι διοικήσεις των τραπεζών να αντιδράσουν ορθολογικά και σύμφωνα με τις προσταγές της θεωρίας. Επεδίωκαν όμως και να απαλλαγούν των ευθυνών χαρακτηρίζοντας τις ενέργειες «ακατανόητες» και τους ίδιους… (ντρέπομαι να αναφέρω τη λέξη, γιατί δεν πιστεύω ότι είναι δυνατό να έχει λεχθεί όπως το διάβασα στις εφημερίδες).


Θα μπορούσα να σχολιάζω για πολλές σελίδες, αλλά ευτυχώς αρκούμαι στο να καταλήξω στη διαπίστωση ότι αν αυτές οι ενέργειες είναι ακατανόητες για τους υπευθύνους ας αναλογιστούμε σε τι έκταση αγνοίας μεταφράζονται για τους απλούς οικονομολόγους οι συγκεκριμένοι χαρακτηρισμοί.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.