Ηταν λίγους μήνες πριν από την είσοδο στις συναλλαγές του ευρώ. Εγραφα ακριβώς σε αυτή τη στήλη ότι η αλλαγή του νομίσματος θα αποτελούσε μια πολύ δύσκολη διαρθρωτική παρέμβαση. Την εκτίμησή μου αυτή τη δικαιολογούσα με τις δυσκολίες που προέβλεπα να δημιουργηθούν στη μνήμη των εγκεφάλων των πολιτών της ΕΕ από τη σχεδόν αυτόματη καταστροφή ενός τεράστιου πληροφοριακού υλικού. Οσο δύσκολο ως και αδύνατο είναι να κλείσει ισολογισμό μια εταιρεία που καταστρέφονται τα αρχεία του υπολογιστικού της συστήματος και δεν υπάρχουν δεύτερα αρχεία, άλλο τόσο και ακόμη δυσκολότερο είναι για έναν πολίτη να βρει γρήγορα απλές και αυτοματοποιημένες λύσεις (π.χ., 1 λεπτό 3,5 δρχ.) και να αναπροσδιορίσει όλα τα μεγέθη στις νέες νομισματικές βάσεις.


Προτείνετο σε ατομικό αλλά κυρίως σε συλλογικό επίπεδο να στρέφαμε την προσοχή μας σε διαδικασίες που θα μας επέτρεπαν να προσαρμοστούμε με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Ανώδυνες άλλωστε προσαρμογές δεν υπάρχουν. Ο φόβος δεν είχε να κάνει με την αυτόματη στρογγυλοποίηση σε επίπεδο διευκόλυνσης όλων. Αυτό αναπόφευκτα θα γινόταν. Το ενδιαφέρον μας θεωρούσα ότι όφειλε να επικεντρωθεί στο κενό υπολογιστικών δυνατοτήτων που δημιουργούσε η μεταβολή του νομίσματος στα άτομα.


Η στρογγυλοποίηση σε επίπεδο διευκόλυνσης στα ευρώ ήταν αναμενόμενη, αφού και στις δραχμές υφίστατο από καιρό. Πόσοι από εμάς έχουν πληρώσει για έναν καφέ σε χώρες όπως η Αγγλία, για παράδειγμα, 1,11 στερλίνες… Η στρογγυλοποίηση έχει λειτουργήσει. Δυνατότητες να εξαφανιστεί και το συγκεκριμένο κόστος μόνο η κυβέρνηση διέθετε, αν αναλάμβανε να πληρώσει είτε το κόστος κάθε μέρα να τρέχεις στα ταμεία των τραπεζών για ψιλά είτε όλοι να αρχίσουν να χρησιμοποιούν επιταγές και κάρτες μεταθέτοντας το κόστος στις τράπεζες.


Την απλή και πρακτική λογική την αντιστρατεύεται πάντοτε η λογική του ελληνικού Δημοσίου. Κατ’ αρχάς αδιαφόρησε, γιατί σημασία είχε να θριαμβολογήσουμε για τον μεγάλο εκσυγχρονισμό που πετύχαμε. Στη συνέχεια παρατηρήσαμε ότι οι τιμές ανέβαιναν. Η γνωστή τακτική επέβαλε τότε το φταίξιμο να πέσει στους τρίτους, ήτοι καταναλωτές και επιχειρήσεις. Η προκρούστεια λογική στη συνέχεια έδινε το δικαίωμα στην κρατική εξουσία να σκεφτεί και να επιβάλει αγορανομικές διατάξεις (εν έτει 2003 ), αποφασίζοντας να διατάξει το εξής «σοφό»: Η λύση βρίσκεται στο ότι ο καταναλωτής, αν διαβάσει στις τιμές ευρώ 3,14, μπορεί να την πατήσει και να πληρώσει είτε 3,14 είτε 31,4 είτε 314 ευρώ. Ενώ, αν διαβάσει ευρώ 3 και 14 λεπτά, τότε δεν υπάρχει πιθανότητα να τον κοροϊδέψει κανείς. Την περίπτωση που θα αγόραζε κανείς ένα κιλό ντομάτες και θα πλήρωνε 314 ευρώ χωρίς να δυσανασχετήσει θεωρούσαν ότι θα την απέφευγαν αν έγραφαν ολογράφως τις τιμές. Η επιστήμη μάς διδάσκει ότι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν έχει κανείς τα εισοδήματα των κυβερνώντων ή διαφορετικά αν έχει χαμηλή εισοδηματική οριακή χρησιμότητα. Διαφορετικά είτε με τη μία είτε με την άλλη λύση θα φωνάξει την αστυνομία γιατί θα τον έχουν κλέψει.


Ειλικρινά, δεν θα με ενδιέφερε να ασχοληθώ με το θέμα αν δεν είχε σημειολογική αξία. Μια απλή οικονομική λογική επιβάλλει να μην παρεμβαίνουμε στην οικονομία και στις διαδικασίες συναλλαγών αν το συνολικό κόστος εξυπηρέτησης της παρέμβασης είναι μεγαλύτερο από το κοινωνικό όφελος που θα προκύψει αν λειτουργήσει αποτελεσματικά η παρέμβαση. Αν δεχθούμε λοιπόν ότι οι καταναλωτές, άρα και η κοινωνία, έχουν ένα όφελος Α και για να το πετύχουμε επιβάλλουμε κανόνες που δημιουργούν κόστος εφαρμογής και ελέγχου μεγαλύτερο από το Α, τότε καλύτερα να μην παρέμβουμε. Η αλλαγή στη σήμανση των τιμών έχει κόστος και θα το πληρώσει η κοινωνία (επιχειρήσεις και καταναλωτές). Το κράτος θεωρεί ότι καλώς πράττει. Ας αναλογιστούν μόνο όσοι αποφασίζουν αν ουσία αυτή η διοικητική παρέμβαση αποτελεί την πιο αποτελεσματική λύση για να περιοριστεί ο πληθωρισμός που τους έχει ξεφύγει.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.