Η μεσοπρόθεσμη έκθεση της διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος αφορούσε την πορεία της ελληνικής οικονομίας και ήταν σαφής. Υπάρχουν προβλήματα με τον πληθωρισμό και επιβάλλεται επιτάχυνση στο πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών. Η οικονομία πάσχει από αναποτελεσματικές και άρα και επιβαρύνουσες το κόστος παραγωγής διαδικασίες. Το ελληνικό Δημόσιο και η κυβέρνηση οφείλουν να συμβάλουν ώστε να αρθούν οι αγκυλώσεις του κανονιστικού αλλά και του προστατευτικού πλαισίου λειτουργίας των οικονομικών συναλλαγών. Απαιτούνται ίσοι και ανοιχτοί όροι ανταγωνισμού για όλους.


Ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει. Με μία όμως παρατήρηση: Οταν μιλάμε για συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, δεν μπορούμε να ξεχνάμε την Τράπεζα της Ελλάδος. Αναφερόμαστε ίσως στον μοναδικό κρατικό οργανισμό του οποίου το σημερινό μέγεθος είναι σε προφανή διάσταση με τις αρμοδιότητές του. Οι αλλαγές που μας επέβαλε το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ ουσία έχουν συρρικνώσει, αν δεν έχουν εξαφανίσει, το αντικείμενο ύπαρξης μεγάλου τμήματος των πριν από χρόνια δραστηριοτήτων του. Και όμως, ενώ κάνει κριτική, εγκαινιάζει υποκαταστήματα.


Οι συνθήκες άλλαξαν ριζικά. Η διαχείριση του δημόσιου χρέους συντονίζεται από τον έχοντα και την ανάγκη, δηλαδή το υπουργείο Οικονομικών και Οικονομίας. Η νομισματική πολιτική προσδιορίζεται από άλλα κέντρα και όταν το κανονιστικό πλαίσιο το σχετικό με τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος έρχεται σχεδόν έτοιμο με τις κοινοτικές οδηγίες, το να έχουμε υποκαταστήματα και να εγκαινιάζουμε νέα, το να διατηρούμε σε απασχόληση 3.000 υπαλλήλους και ταυτόχρονα να κάνουμε και κριτική σε άλλους φορείς για περιορισμό του κράτους και βελτίωση της αποτελεσματικότητας του συστήματος είναι, αν μη τι άλλο, υπερβολικό.


Οπως πολύ καλά γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί έστω και ελάχιστα με τα τραπεζικά συστήματα, σχετικά αντίστοιχη με την ευρωπαϊκή οργάνωση στην κεντρική τράπεζα έχουν και οι ΗΠΑ. Και εκεί υπάρχουν περιφερειακά υποκαταστήματα της κεντρικής, που ελέγχουν την εφαρμογή των κανόνων σε συγκεκριμένες περιφέρειες. Ετσι και στο υπό εξέλιξη νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο έχουμε την κεντρική και τα υποκαταστήματά της στις επί μέρους χώρες. Η πρώην κεντρική τράπεζα της Ελλάδας είναι ένα υποκατάστημα της νέας κεντρικής. Υπό αυτές τις συνθήκες, πόσο μεγάλη είναι λοιπόν η Ελλάδα ώστε να απαιτούνται υποκαταστήματα του υποκαταστήματος;


Αντιλαμβάνομαι ότι το κόστος λειτουργίας αυτών των ουσία ανενεργών υποκαταστημάτων το πληρώνουν οι μέτοχοι της Τράπεζας της Ελλάδος. Και όσο δεν τους ενοχλεί, προσωπικά ως μη μετόχου δεν με αφορά. Εκείνο όμως που με φοβίζει σχετίζεται με την τάση που επιδεικνύουν όλοι γενικά οι φορείς της δημόσιας εξουσίας όταν λόγω απορρυθμιστικών διαδικασιών χάνουν το αντικείμενό τους. Προσπαθούν να ανακτήσουν με κάθε τρόπο τη χαμένη εξουσία. Για παράδειγμα, φοβάμαι μήπως το υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος στον Βόλο χάσει το αντικείμενο των εργασιών του και για να δικαιολογήσει την παρουσία του αρχίσει να βάζει εμπόδια για να μην αυτοκαταργηθεί. Στην περίπτωση αυτή θα έχουμε οι διαδικασίες να απλοποιούνται από τη μία πλευρά και να δυσκολεύουν από την άλλη. Και τότε η κριτική για τις επιπτώσεις των απαρχαιωμένων διαδικασιών στο κόστος παραγωγής και στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας που θα αναφέρουμε στις εκθέσεις μας για τους άλλους θα θυμίζει τα δύο πρόσωπα του Ιανού.


Ο κ. Νίκος Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.