Η αγορά εργασίας συχνά παρουσιάζει τρία προβλήματα ταυτόχρονα, ήτοι ανεργία, υποαπασχόληση και ετεροαπασχόληση. Με άλλα λόγια, παρατηρούμε ταυτόχρονα άτομα που επιθυμούν να εργασθούν και δεν βρίσκουν κανενός είδους εργασία (άνεργοι), άτομα που προκειμένου να είναι άνεργα προτιμούν να εργασθούν ορισμένες ώρες ή ορισμένες ημέρες (υποαπασχολούμενοι) και άτομα που αναγκάζονται να εργασθούν σε θέσεις εργασίας των οποίων το περιεχόμενο είναι άσχετο, εν όλω ή εν μέρει, με τις σπουδές τους ή τις ειδικεύσεις τους (ετεροαπασχολούμενοι).


Το φαινόμενο αυτό φαίνεται να έχει πάρει σοβαρές διαστάσεις μεταξύ των πτυχιούχων των πανεπιστημιακών σχολών οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «καθηγητικές», διότι εξ αυτών διορίζονται οι καθηγητές των ελληνικών σχολείων. Πρόκειται δηλαδή για μαθηματικούς, φυσικούς, φιλολόγους, θεολόγους, γυμναστές κ.ά. εκ των οποίων πολλοί ή οι περισσότεροι έβρισκαν απασχόληση στην εκπαίδευση. Σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ («Το Βήμα», 21.11.2002 και «Οικονομικός Ταχυδρόμος», 23.11.2002), υπάρχουν 80.000 πτυχιούχοι αυτών των ειδικοτήτων που εμπίπτουν σε μια από τις τρεις κατηγορίες που ανέφερα πιο πάνω.


Η σημασία του φαινομένου αυτού είναι μεγάλη για πολλούς λόγους: πρώτον, πρόκειται για σχετικά μεγάλο αριθμό ατόμων· δεύτερον, δείχνει ότι υπάρχει αντιοικονομική κατανομή των πόρων· τρίτον, σημαίνει απώλεια εισοδημάτων και μείωση της προσωπικότητας αυτών των ατόμων· τέταρτον και ίσως πιο σημαντικό, το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να εξαφανιστεί άμεσα. Αντίθετα, υπάρχουν δυνάμεις που θα το συντηρήσουν. Οπως όλα τα οικονομικά προβλήματα που οφείλονται σε διαρθρωτικούς και θεσμικούς παράγοντες, έτσι και το θέμα αυτό θα υπάρχει για πολύ καιρό. Η οικονομική πολιτική της χώρας δεν μπορεί εύκολα να αλλάξει προς το καλύτερο την ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης που υπάρχει στην αγορά αυτών των ειδικοτήτων, ούτε η εκπαιδευτική πολιτική μπορεί εύκολα να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί το εκπαιδευτικό σύστημα της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στην παρούσα φάση, η άμεση ανάγκη είναι να προστατευθούν οι νέοι, οι οποίοι χωρίς να γνωρίζουν την υπάρχουσα κατάσταση θα επιδιώξουν να σταδιοδρομήσουν στα παραπάνω επαγγέλματα, ενώ η πραγματικότητα θα τους προσγειώσει ανώμαλα σε κάποια «θέση» ανεργίας, υποαπασχόλησης ή ετεροαπασχόλησης. Αυτό που προέχει αυτή τη στιγμή είναι να δοθεί στους σημερινούς μαθητές λυκείου (και στους γονείς τους) κάθε δυνατή πληροφορία για την κατάσταση της αγοράς εργασίας. Με βάση αυτές τις πληροφορίες, τις ικανότητές του και τις επιθυμίες του κάθε μαθητής μπορεί να διερευνήσει τις προοπτικές του και να κάνει τις επιλογές του σχετικά με την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Αν οι πληροφορίες τεθούν στη διάθεση των μαθητών, είναι σχεδόν βέβαιο ότι πολλοί θα πάρουν διαφορετικές αποφάσεις.


Η επαγγελματική επιλογή βασίζεται, βέβαια, όχι μόνο στις οικονομικές προοπτικές αλλά και στις προτιμήσεις του ατόμου (πολλές φορές και της οικογένειας) και στο κοινωνικό κύρος που το επάγγελμα προσδίδει. Είναι απολύτως αποδεκτό να θέλει κανείς να γίνει μαθηματικός έστω κι αν γνωρίζει ότι οι πιθανότητες απασχόλησής του είναι μικρές. Πιστεύω όμως ότι όσο καλύτερα πληροφορημένοι είναι οι μαθητές τόσο καλύτερες θα είναι οι επιλογές τους και για τους ίδιους και για το κοινωνικό σύνολο.


Υπ’ αυτή την έννοια, εκείνο που προέχει είναι η σωστή και λεπτομερής πληροφόρηση των μαθητών για τις επαγγελματικές προοπτικές των διαφόρων πανεπιστημιακών σχολών και τμημάτων. Φυσικά, αυτό είναι δύσκολη δουλειά που απαιτεί κόπο και πόρους, αλλά το τελικό αποτέλεσμα πιστεύω ότι θα είναι πολύ καλό και θα δικαιολογεί το κόστος.


Ο κ. Θεόδωρος Π. Λιανός είναι καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (πρ. ΑΣΟΕΕ).