Οσο πλησιάζει το τέλος του 2002 τόσο πιο έντονα το μυαλό μας προβληματίζεται γύρω από δύο ερωτήματα. Το ένα έχει να κάνει με το τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «η χειρότερη οικονομική ιδέα της χρονιάς». Αν προσπαθούσαμε να την ορίσουμε, θα λέγαμε ότι είναι εκείνη που, αν δεν την είχαμε σκεφθεί και γενικά δεν την είχαμε λάβει υπόψη στους οικονομικούς υπολογισμούς μας, θα μπορούσαμε να λέμε σήμερα ότι με την ενέργειά μας αυτή βοηθήσαμε την οικονομία. Το άλλο έχει να κάνει με την καλύτερη. Ποια οικονομική μας ιδέα, αν δεν τη σχεδιάζαμε και δεν την εφαρμόζαμε όπως αρχικά σχεδιάστηκε, όλα σήμερα θα ήταν πολύ χειρότερα; Αν μάλιστα μπορούσαμε να βρούμε και έναν χορηγό, θα ήταν πιθανόν η χώρα μας να πρωτοτυπούσε παγκοσμίως στην απονομή εθνικών βραβείων αντι-Νομπέλ και Νομπέλ οικονομίας, σχεδόν ταυτόχρονα με την ανακοίνωση των παγκοσμίως γνωστών βραβείων.


Ας είναι, ο καιρός πέρασε, χορηγοί δεν έχουν βρεθεί και οι διαδικασίες είναι ανοικτές σε προτάσεις. Προτείνω λοιπόν ο καθένας μας ανεξάρτητα να αναλογισθεί τι θα επέλεγε αν του το ζητούσαν να προσδιορίσει ως τη χειρότερη και την καλύτερη οικονομική ιδέα του 2002. Και επειδή δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πειρασμό να μη διατυπώσουμε και τη δική μας ψήφο, αγαπητέ αναγνώστη, σε προκαταλαμβάνουμε.


Καλύτερη λοιπόν ιδέα της χρονιάς ήταν η εισαγωγή του ευρώ σε ένα στάδιο και χειρότερη η ανακοίνωση, για μία ακόμη φορά, ενός φιλόδοξου προγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών.


Δεν θα ήταν πρόθεσή μας ειλικρινά να ψηφίσουμε υπέρ του τρόπου εισαγωγής του ευρώ σε ένα στάδιο αν δεν μας υπενθύμιζε τη συμβολή του η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.


Είχαμε άλλωστε να επιλέξουμε από ένα πλήθος άλλων ιδεών και δράσεων, όπως, για παράδειγμα, είτε την πλασματική απεικόνιση των στοιχείων στον προϋπολογισμό είτε την ταχύτατη προώθηση του τρίτου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης είτε, τέλος, την προώθηση των νέων πολιτικών ενίσχυσης της γεωργίας ώστε να προσαρμοσθούν οι παραγωγοί στην αναμενόμενη αλλαγή της ΚΑΠ. Ηταν όμως το φυλλάδιο που έφθασε στο σπίτι με τον λογαριασμό του ΟΤΕ – αλήθεια, τι γίνεται μαζί του στη Ρουμανία – που το υπενθύμισε.


Το δελτίο μάς πληροφορούσε λοιπόν ότι η αλλαγή στον τρόπο τηλεφωνικής κλήσης ολοκληρώνεται και εξηγούσε γιατί η εισαγωγή του νέου σχεδίου αριθμοδότησης πραγματοποιήθηκε σε δύο και όχι σε ένα, όπως με το ευρώ, στάδια. Αναφέροντας ότι «η εισαγωγή σε δύο στάδια ήταν απαραίτητη προκειμένου να καταστεί εφικτή η παράλληλη λειτουργία του παλαιού και του νέου συστήματος για μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να προσαρμοστούν οι χρήστες» με προέτρεπε να αναλογισθώ πού θα οδηγούσε την οικονομία η Τράπεζα της Ελλάδος αν αποφάσιζε να ακολουθήσει την ίδια λογική στην εισαγωγή του ευρώ με εκείνη της αριθμοδότησης. Και ειλικρινά τρόμαξα. Παρ’ όλες λοιπόν τις αντιρρήσεις πολλών συναδέλφων, που αρχικά εξέφραζαν ανησυχίες επειδή αποδέχονταν την αρχή της «ψευδαίσθησης του χρήματος», η απλή εισαγωγή του ευρώ ήταν η καλύτερη οικονομική ιδέα του 2002.


Οσο όμως εύκολο ήταν να επιλέξω την καλύτερη ιδέα της χρονιάς τόσο δύσκολο ήταν να επιλέξω τη χειρότερη. Δεν γνώριζα τι να πρωτοδιαλέξω. Αισθάνθηκα σαν να βρισκόμουν σε σουπερμάρκετ. Τόσο πολλές επιλογές και έπρεπε να επιλέξω μία. Η πίεση του χρόνου και η υποχρέωση να οδηγηθώ σε μία με έφεραν στην απόφαση. Ως χειρότερη οικονομική ιδέα του 2002 επέλεξα το πρόγραμμα των διαρθρωτικών αλλαγών. Και τι δεν μας είχαν υποσχεθεί. Τι πετρέλαια, τι φυσικά αέρια, τι ΔΕΗ, τι τόσα άλλα. Και τι μας έμεινε; Να αναδιατυπωθούν όλες αυτούσια στον νέο προϋπολογισμό 2003. Γι’ αυτό λοιπόν και πρέπει όλο και πιο συχνά να δίνουμε δίκαιο στον ποιητή που κάποτε τραγουδούσε το «πάν’ οι ελπίδες, τα όνειρα σβήσαν».


Ο κ. Νίκος Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.