Είμαστε μια μικρή χώρα με έντονα τα χαρακτηριστικά της μικρής εσωστρεφούς κοινωνίας. Η εξωστρέφεια εκλείπει από ένα μεγάλο τμήμα της οικονομικής – και όχι μόνο – ζωής του τόπου μας. Εκεί που υπάρχει (π.χ. ναυτιλία) τα οφέλη είναι πολλαπλά.


Αγνοούμε τις προκλήσεις της παγκόσμιας οικονομίας και αρκούμαστε στα κέρδη που προκύπτουν από τη μικρή εγχώρια και με περιορισμένες δυνατότητες αγορά. Οικοδομούμε πολυάριθμες μικρές επιχειρήσεις που αδυνατούν να δημιουργήσουν μεγάλου εύρους παραγωγή ή αποφεύγουμε τη δημιουργία μικρών εταιρειών με διεθνή όμως εμβέλεια. Ελάχιστες ελληνικές εταιρείες είναι μεγάλες σε μέγεθος έχοντας παράλληλα μια σημαντική διεθνή επενδυτική δραστηριότητα.


Αντίθετα, ο αριθμός των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι υπερβολικά υψηλός σε σχέση με όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Η βιομηχανική παραγωγή, από την άλλη πλευρά, είναι προσαρμοσμένη στη δομή αυτή της μικρής επιχείρησης.


Η συμπάθεια για τα μικρά μεγέθη, με περιορισμένη χρησιμότητα, αντανακλάται και στις υποδομές που χρόνια κτίζουμε. Ετσι, η προτίμηση υπέρ του εύκολου και συχνά φθηνού μικρού έργου, που εξυπηρετεί τις ανάγκες μιας τοπικής κοινωνίας και όχι μιας μεγαλύτερης περιφέρειας, διακρίνει την πολιτική της κεντρικής διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης.


Το εξαγωγικό εμπόριο της χώρας κινείται στο ίδιο περιβάλλον της εσωστρέφειας. Οι ελληνικές εξαγωγές είναι δυσανάλογα μικρές σε σχέση με το μέγεθος του παραγομένου προϊόντος της χώρας. Η Ελλάδα εξάγει προϊόντα αξίας τρεις φορές λιγότερο από ό,τι η Πορτογαλία, ενώ η Ιρλανδία, η Αυστρία, η Δανία και η Φινλανδία εξάγουν αντίστοιχα ένδεκα, δέκα, επτά και έξι φορές περισσότερο από ό,τι η χώρα μας. Είμαστε η μόνη μικρή χώρα της ΕΕ που έχει προσαρμόσει την παραγωγική της μηχανή στις ανάγκες της αγοράς των 10 εκατομμυρίων ατόμων.


Από την άλλη, η ένταση των συνεργασιών με εκτός της Ελλάδας επιχειρήσεις στον χώρο της βιομηχανίας είναι ιδιαίτερα χαμηλή, η πιο χαμηλή στον ευρωπαϊκό χώρο. Ετσι, ο βαθμός διεθνοποίησης της βιομηχανικής μας παραγωγής κινείται στην ίδια νοοτροπία της εσωστρέφειάς της στερώντας τον τόπο από εισαγωγή τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, προϋποθέσεις ικανές να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα και τον εκσυγχρονισμό πολλών μικρών εταιρειών. Παρόμοια νοοτροπία διακρίνει και ένα σύνολο εταιρειών συμβούλων του ιδιωτικού τομέα ή της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πολλές εταιρείες αρκούνται μόνο στη χρήση χρημάτων που προέρχονται από τα γνωστά Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης και που καλύπτουν μόνο τις ανάγκες της χώρας μας.


Αγνοούν τα κονδύλια της ΕΕ υπέρ τρίτων κρατών, δεν συμμετέχουν σε διεθνείς διαγωνισμούς που προκηρύσσει η ΕΕ ή άλλοι διεθνείς οργανισμοί και γενικά είναι αυτάρκεις με κάποια χρήματα που θα προέλθουν από κάποιο μικρό έργο εθνικής ή περιφερειακής εμβέλειας. Οι εν λόγω χρηματοδοτήσεις όμως δεν θα συνεχιστούν επ’ αόριστον, καθώς το Τρίτο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης δεν πρόκειται να επαναληφθεί ως έχει.


Οσες από αυτές τις εταιρείες δεν λάβουν την απαιτούμενη διεθνή διάσταση έχουν ημερομηνία λήξης.


Βέβαια τίθεται εύλογα το ακόλουθο ερώτημα: Οι μικροί είναι καταδικασμένοι; Η απάντηση είναι σαφώς όχι. Καταδικασμένοι είναι μόνο οι μικροί λάτρεις της εσωστρέφειας, που αγνοούν τις προκλήσεις της διεθνούς οικονομίας και αισθάνονται απέχθεια για την παγκόσμια αγορά.


Η τεχνολογία και η ψηφιακή οικονομία σήμερα βοηθούν στη συντήρηση και ανάπτυξη μικρών σύγχρονων μονάδων πολύ περισσότερο παρά ποτέ. Μέσω δε των δυνατοτήτων που προσφέρουν, συμβάλλουν στη δημιουργία δυναμικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων που συμβάλλουν με τη σειρά τους στην κατάκτηση των αγορών.


Ο κ. Δημήτρης Μάρδας είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Οργανισμού Εξωτερικού Εμπορίου.