Αισιόδοξα είναι τα πρώτα αποτελέσματα από την επεξεργασία των στοιχείων των τραπεζών για τα προσωπικά και καταναλωτικά δάνεια και τα δάνεια μέσω πιστωτικών καρτών σχετικά με τον υπερδανεισμό των νοικοκυριών. Σύμφωνα με τραπεζικούς κύκλους, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν τροφοδοτήσει τον «Τειρεσία» με περίπου το 20% των δανείων καταναλωτικής πίστης που έχουν χορηγήσει και από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το ποσοστό των δανείων που βρίσκονται σε καθυστέρηση είναι μικρό. Η εικόνα πάντως διαφοροποιείται από τράπεζα σε τράπεζα, με ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που δεν επηρεάζουν όμως τη συνολική εικόνα του κλάδου, να εμφανίζουν υψηλά ανοίγματα.


Η Τράπεζα της Ελλάδος, που αναμένεται (με τη διευρυμένη λειτουργία του «Τειρεσία» από τις αρχές του επόμενου έτους) να προχωρήσει στην απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης την προσεχή άνοιξη, σχεδιάζει αυστηρότερους ελέγχους στα πιστωτικά ιδρύματα. Με πράξη του διοικητή θα υποχρεώσει τις τράπεζες να σχηματίζουν υψηλότερες προβλέψεις για τους αυξημένους κινδύνους που αναλαμβάνουν από την καταναλωτική πίστη. Οι προβλέψεις μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με τα δάνεια που χορηγεί η κάθε τράπεζα. Δηλαδή, υψηλότερες σε πιστωτικά ιδρύματα που ακολουθούν επιθετική πολιτική.


* Οξύνεται ο ανταγωνισμός


Η κατάργηση των ορίων των 3.000 ευρώ στα προσωπικά δάνεια και των 25.000 ευρώ στα καταναλωτικά αναμένεται να οδηγήσει σε όξυνση του ανταγωνισμού καθώς οι τράπεζες θα σπεύσουν να εκμεταλλευθούν τα υψηλά περιθώρια κέρδους που προσφέρουν προσωπικά και καταναλωτικά δάνεια. Αλλωστε η λιανική τραπεζική (καταναλωτικά και στεγαστικά) είναι σήμερα η βασική πηγή κερδοφορίας των πιστωτικών ιδρυμάτων διεθνώς, με συμμετοχή της τάξεως του 70%.


Οπως επισημαίνει ο υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας κ. Απ. Ταμβακάκης, σε συνέντευξή του στο τελευταίο τεύχος του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» που κυκλοφόρησε χθες, η ανάδειξη της λιανικής τραπεζικής ως βασικής πηγής της επαναλαμβανόμενης κερδοφορίας των τραπεζικών ιδρυμάτων έχει λειτουργήσει καταλυτικά στην αλλαγή φιλοσοφίας των διοικήσεων των τραπεζών και θα αποτελέσει την κινητήρια δύναμη του επερχόμενου κύκλου εξαγορών και συγχωνεύσεων σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην εγχώρια «μάχη» της καταναλωτικής πίστης πλεονέκτημα έχουν οι τράπεζες με τα μεγάλα χαρτοφυλάκια και πελατολόγια. Τα πιστωτικά ιδρύματα μέσα από τα πελατολόγιά τους θα προσεγγίζουν τους πελάτες εκείνους που έχουν ήδη αξιολογήσει και γνωρίζουν τις οικονομικές τους δυνατότητες, προσφέροντάς τους ανοικτές γραμμές πίστωσης. Δηλαδή, σε κάποιον που έχουν χορηγήσει προσωπικό δάνειο 3.000 ευρώ και γνωρίζουν ότι είναι σε θέση να δανειστεί περισσότερα, θα έρχονται και θα του προσφέρουν επιπλέον, π.χ., 12.000 ευρώ, τα οποία μπορεί να τα χρησιμοποιήσει όπως θέλει (για αγορά καταναλωτικών ειδών, για ταξίδια, για επενδύσεις, για κάλυψη σπουδών κτλ.).


Σε ό,τι αφορά τη διευρυμένη λειτουργία του «Τειρεσία», πηγές από την Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρουν ότι η «Λευκή Λίστα» που θα λειτουργήσει από 1.1.2003 δεν αναμένεται σε πρώτη φάση να παρέχει στις τράπεζες την απαιτούμενη προστασία. Και τούτο διότι οι τράπεζες εμφανίζονται διστακτικές στο να τροφοδοτήσουν τη λίστα με τα απαραίτητα στοιχεία. Η διστακτικότητά τους σχετίζεται με θέματα ανταγωνισμού, καθώς δεν θέλουν να αποκαλύψουν πλήρως το πελατολόγιό τους στους ανταγωνιστές τους. Ετσι, υπολογίζεται ότι η «Λευκή Λίστα» θα βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία προς τα τέλη του 2004.


Χωρίς την πλήρη λειτουργία του «Τειρεσία» οι κίνδυνοι που αναλαμβάνουν οι τράπεζες μπορεί ακόμη και να αυξηθούν. Υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιος, π.χ., με εισόδημα που του επιτρέπει να δανειστεί ως 12.000 ευρώ και σήμερα το έχει κάνει μέσω τεσσάρων τραπεζών, εξαπατώντας το σύστημα με ψευδή δήλωση του γνωστού νόμου 105, μπορεί ξαφνικά να βρεθεί με ανοικτή γραμμή πίστωσης 12.000 ευρώ από κάθε μία τράπεζα και να μπει στον πειρασμό να δανειστεί πάνω από τα περιθώριά του.


* Ο υπερδανεισμός


Πάντως η συζήτηση που έχει αναπτυχθεί για το αν και κατά πόσο τα ελληνικά νοικοκυριά είναι υπερδανεισμένα έχει οδηγήσει τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος στην απόφαση να πραγματοποιήσει σχετική έρευνα σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών ICAP. Το αποτέλεσμα της έρευνας θα συνυπολογιστεί στην αναμενόμενη απόφαση για την άρση των περιορισμών. Από την πλευρά της η διοίκηση της κεντρικής τράπεζας έχει την αίσθηση ότι δεν υφίσταται πρόβλημα υπερδανεισμού, κάτι φυσικά που μένει να αποδειχθεί από την έρευνα. Η έρευνα θα είναι δειγματοληπτική, δηλαδή η ICAP θα απευθυνθεί σε 4.000-5.000 νοικοκυριά και θα ζητήσει να μάθει αν έχουν πάρει προσωπικά ή καταναλωτικά δάνεια, πόσα και σε τι ύψος ανέρχονται οι οφειλές τους. Επιπλέον θα ζητήσει πληροφορίες για τα εισοδήματά τους. Θεωρείται όμως εξαιρετικά δύσκολο να συλλέξει αληθινές πληροφορίες, καθώς δύσκολα κανείς αποκαλύπτει τα πραγματικά του εισοδήματα. Η έρευνα αναμένεται να ξεκινήσει σύντομα καθώς ολοκληρώνεται η κατάρτιση του ερωτηματολογίου, το οποίο θα διαμορφωθεί με τέτοιον τρόπο ώστε οι πληροφορίες που θα συλλεχθούν να βρίσκονται όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πραγματικότητα. Τα αποτελέσματα της έρευνας αναμένονται προς το τέλος του έτους.