Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας είναι μόνιμη επωδός σε όλες τις πρωθυπουργικές ομιλίες, στις ομιλίες του υπουργού Οικονομίας, στις δηλώσεις των τραπεζιτών και των εκπροσώπων των επιχειρηματιών και των εργαζομένων. Ολοι τη θέλουν, αλλά δεν μπορούμε να την πετύχουμε. Δεν μπορούμε διότι όποτε καταφέραμε να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητά μας, αυτό έγινε μέσω της υποτίμησης της δραχμής – ποτέ δεν έγινε μέσω κάποιου άλλου τρόπου. Τώρα πια όμως με το ευρώ η δυνατότητα υποτίμησης δεν υπάρχει. Το ευρώ όχι μόνο είναι σταθερό και ισχυρό, αλλά ανατιμάται κιόλας έναντι του δολαρίου και των άλλων νομισμάτων. Συνεπώς το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι να μειωθεί η ανταγωνιστικότητά μας λόγω ανατίμησης παρά να αυξηθεί.


Γιατί μας ενδιαφέρει η ανταγωνιστικότητα; Διότι η αυξημένη ανταγωνιστικότητα είναι ο μόνος τρόπος για να διατηρήσουμε ή να βελτιώσουμε το επίπεδο της ζωής μας. Με απλά λόγια, αν δεν αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, δεν θα μπορούμε να τα πουλάμε για να εισπράττουμε χρήματα και να ζούμε όπως σήμερα.


Ελλείψει νομισματικών μέτρων θα πρέπει να βρεθούν πλέον άλλοι τρόποι αύξησης της ανταγωνιστικότητας:


Μείωση του κόστους εργασίας, η οποία προσκρούει στο γεγονός ότι τα ελληνικά εισοδήματα είναι χαμηλότερα από τα ευρωπαϊκά και πρέπει διαρκώς να αυξάνονται για να φθάσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.


Μείωση του συνολικού κόστους παραγωγής, η οποία προσκρούει στο υψηλό κόστος που συνοδεύει το κόστος εργασίας, όπως είναι το κόστος ασφάλισης, η «σφιχτή» αγορά εργασίας, η γραφειοκρατία, η έλλειψη πρώτων υλών, η έλλειψη τεχνογνωσίας κ.ά.


Βελτίωση της παραγωγικότητας, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μέσω της τεχνολογίας, της εκπαίδευσης των εργαζομένων, της ευρεσιτεχνίας. Πιθανά και τα τρία, αλλά απαιτούν πολύ χρόνο και μεγάλη προσπάθεια.


Κανένα από τα μέτρα που θα μπορούσαν άμεσα να μειώσουν το κόστος παραγωγής και να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα δεν έχει πάρει ως τώρα και δεν φαίνεται ικανή ή πρόθυμη να πάρει στο κοντινό μέλλον η κυβέρνηση. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών που θα διευκόλυνε την κερδοφορία των επιχειρήσεων δεν έγινε. Κανένα μέτρο που θα ευνοούσε τις επενδύσεις δεν ελήφθη. Ο περιορισμός της γραφειοκρατίας προσκρούει στην ίδια τη γραφειοκρατία, δηλαδή στις συντεχνίες που στηρίζουν παραδοσιακά όλες τις κυβερνήσεις, και γι’ αυτό δεν υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης για τον περιορισμό της. Το επενδυτικό περιβάλλον για τους ξένους ήταν και παραμένει εχθρικό, με αποτέλεσμα να μην έρχονται ούτε κεφάλαια ούτε επενδύσεις από το εξωτερικό. Η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση παραμένει σταθεροποιητική, ενώ θα έπρεπε από την επομένη της εισόδου στην ΟΝΕ να έχει μεταλλαχθεί σε αναπτυξιακή, δηλαδή ο πρώτος στόχος θα έπρεπε να είναι η επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης. Για την ανάπτυξη απαιτούνται κεφάλαια.


Τα μόνα νέα κεφάλαια που τροφοδοτούν την οικονομία προέρχονται από τις επιδοτήσεις του ΚΠΣ-3, το οποίο τελειώνει σε τέσσερα χρόνια. Εξάλλου η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία 20 χρόνια οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στα ευρωπαϊκά κεφάλαια. Τα κεφάλαια αυτά, που τελειώνουν, δεν μπορούμε να τα αντικαταστήσουμε με δάνεια. Η ΟΝΕ δεν επιτρέπει να αυξηθούν οι δείκτες του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ – συνεπώς για να διατηρηθεί το σημερινό επίπεδο ζωής θα πρέπει οπωσδήποτε να επιτύχουμε αύξηση του εγχωρίου προϊόντος, δηλαδή η οικονομία θα πρέπει να κινηθεί με ταχύτερους ρυθμούς.


Μετά το 2006 το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα εκδηλωθεί έντονα και θα οδηγήσει σε ανεργία και φτώχεια. Αν ως τότε δεν έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες για ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης, η δεκαετία που θα ακολουθήσει θα είναι εξαιρετικά δυσμενής για την οικονομία και το επίπεδο ζωής.


Δυστυχώς ο καιρός περνάει και ζούμε ακόμη με χαριστικά λεφτά από τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης, χωρίς να δημιουργούμε τις υποδομές για να αναπτυχθούμε ανεξάρτητα ώστε να πετύχουμε την πραγματική σύγκλιση.