Η απόκλιση που καταγράφουν τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας στο επίπεδο των μεταβολών των τιμών μεταξύ Ελλάδας και λοιπόν χωρών της ΕΕ χωρίς αμφιβολία είναι σημαντική. Είναι σχεδόν διπλάσια του αντίστοιχου μέσου όρου. Η δυνατότητα που υπήρχε άλλοτε, έστω με νύχια και με δόντια, να λειτουργούμε την οικονομία με διψήφιους πληθωρισμούς ανήκει στο παρελθόν. Μαζί της χάθηκε και η ικανότητα των αρχών να παρέμβουν με νομισματικά μέσα και να επιλύσουν το πρόβλημα. Οι καιροί λοιπόν επιβάλλουν ο διαχειριστής να έχει χαρακτηριστικά «μεγάλου τιμονιέρη».


Η ευθύνη για τις εξελίξεις ανήκει αποκλειστικά στην κυβέρνηση. Για μία ακόμη φορά προσπάθησε να καλύψει τα ελλείμματα με αύξηση των εσόδων και όχι με μείωση των δαπανών. Τα υπεύθυνα όργανα όμως γνώριζαν ότι η συγκεκριμένη πολιτική επιλογή θα συνέπιπτε με τις παρενέργειες που θα δημιουργούσε η διαρθρωτική αλλαγή της μετάβασης στο ευρώ. Αντί λοιπόν να είναι προσεκτικοί, συντονίζοντας τις αγορές με στόχο την αύξηση της αποτελεσματικότητάς των, αντί να συνδράμουν τις επιχειρήσεις ώστε να βγουν από την κρίση που τις ταλαιπωρεί έναν χρόνο τώρα, αντί να μεταθέσουν τουλάχιστον στιγμιαία τον τιμολογιακό ορθολογισμό των τιμολογίων των ΔΕΚΟ, εσπευσμένα και χωρίς ιδιαίτερους λόγους έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να επιδεινώσουν την πληθωριστική έξαρση. Και δυστυχώς το πέτυχαν.


Οι πίνακες και τα στοιχεία που παραθέτουν τα άρθρα του «Βήματος» σήμερα επιβεβαιώνουν απόλυτα τους ισχυρισμούς. Οι σημαντικές αυξήσεις των τιμών παρατηρούνται σε κλάδους με έντονη την παρουσία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των ΔΕΚΟ και εκεί που ο ανταγωνισμός, κυρίως λόγω χαρακτηριστικών της ζήτησης, είναι περιορισμένος.


Σε ποια σημεία καταγράφουμε τα κυβερνητικά λάθη; Από άποψη σημαντικότητας, κατά τη γνώμη μου, στη φορολογική λαίλαπα που εξαπέλυσε το υπουργείο Οικονομικών με στόχο την απορρόφηση 1 τρισ. από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Οπως πολύ σωστά έγγραψε στο «Βήμα» της προηγουμένης Κυριακής ο αγαπητός συνάδελφος κ. Γ. Μπήτρος, όταν η επιχειρηματική συμπεριφορά προσδιορίζεται όχι με γνώμονα τη μεγιστοποίηση του κέρδους αλλά με τη μεθοδολογία cost-plus, είναι γνωστό ότι ακόμη και οι σταθερές επιβαρύνσεις, όπως οι αυξήσεις των φορολογικών υποχρεώσεων για κλείσιμο υποθέσεων, αναπόφευκτα θα επηρεάσουν τις τιμές. Πιέσαμε λοιπόν για κλείσιμο χρήσεων και πετύχαμε να κάνουμε πλούσιους τους εφοριακούς προσωπικά, την Εφορία, και πτωχούς τους καταναλωτές με την επιβάρυνση στις τιμές.


Σε δεύτερο επίπεδο οι επιβαρύνσεις στις τιμές καταγράφονται σε κλάδους με έντονη παρουσία των ΔΕΚΟ ή σε αγορές με ελεγχόμενες τιμές και με ανελαστικές ζητήσεις. Ενδεικτικά έχουμε πετρέλαια και καύσιμα, συγκοινωνίες (αστικές και ακτοπλοϊκές), εφημερίδες και προσωπικές υπηρεσίες. Το ότι ο ανταγωνισμός και το άνοιγμα των αγορών έχουν θετικότατη επίδραση στη συγκράτηση των τιμών αποτελεί βασική γνώση. Επιβεβαιώνεται άλλωστε και από την πορεία των τηλεφωνικών υπηρεσιών του τελευταίου επταμήνου. Στο γιατί όμως δεν αναγνωρίζεται από τους υπευθύνους ώστε να αποτελέσει πάγια πολιτική τους και σε αντίθεση επιλέγονται λύσεις που θυμίζουν αγορανομία δεν μπορεί να υπάρξει αιτιολογημένα επιστημονική άποψη. Αν τώρα ήθελε κάποιος να προλάβει τα γεγονότα με αποτελεσματικές λύσεις θα μπορούσε να προχωρήσει έστω και περιστασιακά εφαρμόζοντας άμεση άρση των περιορισμών στις εκπτώσεις και στις προσφορές, που απαγορεύονται μετά την 1η Σεπτεμβρίου ακόμη και να διαφημιστούν, άμεση κατάργηση του κυκλωμάτων που λυμαίνονται τις άδειες στις λαϊκές αγορές και άμεση επαναφορά των τιμολογίων των ΔΕΚΟ, ιδιαίτερα των εισηγμένων στο ΧΑΑ, στα προ των αυξήσεων επίπεδα.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.