Ολο και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό παρατηρείται το φαινόμενο δημόσιοι διαγωνισμοί και πλειστηριασμοί να καταλήγουν σε μη ευχάριστα για όλους τους συμβαλλομένους αποτελέσματα. Το παράδειγμα του καζίνου δεν είναι μοναδικό. Είχε ήδη καταγραφεί στην ιστορία η διαδικασία μεταβίβασης των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά καθώς και ένα πλήθος άλλα παραδείγματα που έχουν αναφερθεί στο παρελθόν. Θα ήταν υπερβολικά αυστηρό αν θεωρούσαμε ότι το φαινόμενο αυτό είναι απόλυτα συνυφασμένο με τη χώρα μας. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρόσφατη διαγωνιστική διαδικασία για την κινητή τηλεφωνία στην Τουρκία οδήγησε σε φιάσκο, όπως επίσης και η δική μας του Ιουλίου 2001 για την τηλεφωνία δεύτερης γενεάς που κατέληξε στο να επικρατήσει, αντί να περιοριστεί, το συγκεντρωμένο περιβάλλον που ίσχυε και για την τηλεφωνία της προηγουμένης γενεάς. Καθώς λοιπόν η κυβέρνηση φιλοδοξεί να προχωρήσει σε όλο και μεγαλύτερη χρησιμοποίηση του συγκεκριμένου εργαλείου είναι αναγκαίο να προβληματιστεί σχετικά με το γιατί οι διαγωνισμοί της δεν επιτυγχάνουν.


Στον αντίποδα, η μεθοδολογία των πλειστηριασμών άρχισε να εμφανίζεται σαν πρακτική στις εγχώριες επιχειρηματικές συναλλαγές. Εστω και αν πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων, πρόσφατα μεγάλη ελληνική επιχείρηση ανέφερε σημαντικά οφέλη από την ανάπτυξη διαδικτυακών πλειοδοσιών. Η πιθανολογούμενη λοιπόν διεύρυνση των διαδικτυακών επιχειρηματικών συναλλαγών, ή, όπως καθιερώθηκε να λέγεται, «από επιχείρηση σε επιχείρηση», και στα καθ’ ημάς δημιουργεί ένα νέο χώρο εφαρμογής της συγκεκριμένης μεθοδολογίας, με απεριόριστες προεκτάσεις της στο μέλλον.


Υπάρχουν όμως κανόνες και, αν υπάρχουν, γιατί δεν εφαρμόζονται; Μια πρώτη παρατήρηση που γίνεται αφορά την έκταση της κριτικής για τις διαδικασίες. Συγκεκριμένα, ανεξάρτητα από τις ατέλειες σχεδιασμού των πλειστηριασμών στις δύο περιοχές εφαρμογής των, ιδιωτικό και δημόσιο συμφέρον, οι δημόσιοι πλειστηριασμοί φαίνεται να αντιμετωπίζουν ασύμμετρα μεγαλύτερη κριτική και αμφισβήτηση από τους αντίστοιχους ιδιωτικούς. Και το ερώτημα είναι γιατί, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι ισορροπίες που διαταράσσονται στις δημόσιες πλειοδοσίες ενέχουν εκτός από οικονομικούς και πολιτικούς κινδύνους;


Πρόσφατα στην οικονομική βιβλιογραφία ως λύση αποφυγής των σφαλμάτων προτάθηκε η επέκταση των ρυθμίσεων της αντιμονοπωλιακής πολιτικής και στο πεδίο των συναλλαγών μέσα από διαγωνισμούς. Συγκεκριμένα σε άρθρο του ο Ρ. Klemperer, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, προβληματίζεται στο γιατί δεν χρησιμοποιούμε τους κανόνες περί προστασίας του ανταγωνισμού στα εμπόδια που εμφανίζονται στους δημόσιους διαγωνισμούς. Σε τι διαφέρει η συνεργασία επιχειρήσεων σε μια αγορά για τη δημιουργία καρτέλ από τη συνεργασία άλλων επιχειρήσεων με σκοπό να ελέγξουν το αποτέλεσμα ενός διαγωνισμού;


Πώς μπορούμε και διαβάζουμε χωρίς κριτική ακόμη και πληρωμένες καταχωρήσεις στον ημερήσιο Τύπο που περιγράφουν φαινόμενα που αν ήταν γνωστά στην επιτροπή ανταγωνισμού ότι συμβαίνουν σε μια τυχαία αγορά θα οδηγούσαν πολύ εύκολα σε καταδικαστικές αποφάσεις για συντονισμένη συμπεριφορά ή για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης;


Για έναν πολύ απλό λόγο, είναι η απάντηση. Ολοι όσοι εμπλέκονται στον σχεδιασμό των δημοσίων διαγωνισμών δεν είναι διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν τη διαδικασία ως μια τυπική οικονομική αγορά. Οι τυπικές αγορές διακρίνονται από απλά και διαυγή κίνητρα: κέρδη, προσωπική ευημερία, καθαρό υπόλοιπο για κάθε συναλλασσόμενο. Δεν υπάρχουν αδιαφανή κίνητρα. Αντίθετα στους διαγωνισμούς η ασάφεια και οι γκρίζες περιοχές εύκολα μπορεί να αποτελούν τον κανόνα. Και υπό αυτές τις συνθήκες είναι καλύτερο να εκλείπουν αντί να επικρατούν και οι αυστηροί κανόνες συμπεριφοράς.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.