Θεωρώ ότι υπάρχουν δύο οπτικές γωνίες. Η πρώτη γλαφυρή και η δεύτερη καθαρά θεσμική. Οι εξελίξεις από την εύθυμη πλευρά τους μας οδηγούν να ρίξουμε το βάρος των δυσκολιών που αντιμετωπίζονται στη διαδικασία συγχώνευσης στους Αμερικανούς. Οχι βέβαια επειδή αυτοί φταίνε για όλα τα δεινά του τόπου αλλά γιατί μας έμαθαν να παρεμβαίνουμε για να βοηθάμε τις επιχειρήσεις στις επιδιώξεις τους. Αντίθετα, από τη θεσμική πλευρά φαίνεται ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κλασικό παράδειγμα «εταιρικής διακυβέρνησης». Ως μέτριοι σχολιαστές λοιπόν, αφού εκθέσουμε τις δύο πλευρές, θα αφήσουμε το συμπέρασμα ως πνευματική άσκηση στους αναγνώστες μας.


Οι Αμερικανοί φταίνε αναμφισβήτητα σε πολλά σημεία στο θέμα της συγχώνευσης. Κατ’ αρχήν διότι δίδαξαν την παγκόσμια πολιτική εξουσία, και άρα και την ελληνική, να συμμετέχει ενεργά στις οικονομικές συναλλαγές εμπορικού χαρακτήρα. Εδώ και πολλά χρόνια μάς έμαθαν ότι οι Πρόεδροι πηγαίνουν διπλωματικές επισκέψεις και έχουν μαζί τους και τους επιχειρηματίες που ενδιαφέρονται για δουλειές στη χώρα επίσκεψης. Στη συνέχεια οι πρέσβεις προσπαθούσαν να επηρεάζουν τους διαγωνισμούς με σχετικό εθνικό ενδιαφέρον και τέλος τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συντόνιζαν κατάλληλα το περιβάλλον. Στις περιπτώσεις μάλιστα που η έκβαση των εξελίξεων δεν είναι σύμφωνα με τις προσδοκίες, έχει παρατηρηθεί ακόμη και πολιτική παρέμβαση της τελευταίας στιγμής.


Η μεθοδολογία ήταν τόσο αποτελεσματική που την αντέγραψαν και άλλες κυβερνήσεις. Με μία διαφορά: Ισχυε και διατηρήθηκε για τις χώρες όπου υπήρχε ικανότητα επιρροής. Δεν εφαρμόστηκε ποτέ για τις εσωτερικές τους υποθέσεις και ποτέ για ανταλλαγή ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ιδιωτικού χαρακτήρα. Εγχώρια για μία ακόμη φορά πρωτοτυπήσαμε. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν αντί να αφήσουμε τις τράπεζες να διαχειριστούν τα προβλήματα των πελατών τους αναλάβαμε τις ευθύνες απαλλάσσοντας τους εύπορους, και πρόσφατα, όταν η προοπτική μιας συγχώνευσης θεωρήθηκε πολιτική επιτυχία, αφού περιέγραφε το νόημα του ανασχηματισμού. Φάνηκε ως οι τράπεζες να λογοδοτούν στον κ. Πρωθυπουργό και όχι στους μετόχους τους. Κατά μία εκδοχή λοιπόν σκέφτηκα ότι μπορεί να φταίνε και οι Αμερικανοί. Εκείνοι μας έμαθαν να βοηθούν οι πολιτικοί τις επιχειρήσεις.


Ας αναλογιστούμε όμως και την άλλη εκδοχή. Τι συνέβη; Ο αρμόδιος υπουργός εμφάνισε στοιχεία διχασμένης προσωπικότητας. Την ίδια ημέρα που ξέσπασε η κρίση συμμετείχε σε σύσκεψη με τους αρμοδίους της κεφαλαιαγοράς συζητώντας για κανόνες προκειμένου να ελέγχονται, από εξωτερικές διαδικασίες, τα στελέχη των επιχειρήσεων ώστε να είναι συνεπή προς τα συμφέροντα των μετόχων (εταιρική διακυβέρνηση). Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε και προσπάθησε να επαναφέρει σε σύγκλιση τις αποκλίνουσες απόψεις των υπευθύνων της συγχώνευσης. Διέγραψε τον στόχο της εταιρικής διαχείρισης και θέλησε να «βοηθήσει». Δεν προβλημάτισε καθόλου γιατί ήταν υπόθεση της πολιτικής ηγεσίας ή μη η συγχώνευση της Εθνικής και της Alpha. Δεν αναρωτήθηκε κανείς αν θα έπρεπε να είναι η ίδια πολιτική αν, για παράδειγμα, συγχωνεύονταν η Δέλτα και η Φάγε; Εκτός κι αν ενεργούσε ως ιδιοκτήτης;


Μήπως λοιπόν δεν φταίνε οι Αμερικανοί που δεν έχουμε αντιληφθεί τι σημαίνει εταιρική διαχείριση; Μήπως δεν έχουμε αντιληφθεί ότι οι διοικήσεις των εταιρειών και οι γενικές συνελεύσεις ­ και μάλιστα με ειδικές πλειοψηφίες ­ και όχι οι πρωθυπουργοί και υπουργοί είναι τα αρμόδια όργανα για όλες αυτές τις αποφάσεις; Μήπως έχουμε ξεχάσει ότι στο επιχειρηματικό παιχνίδι ο έλεγχος των συντελεστών παραγωγής (βλ. εργασία και κεφάλαιο – υπολογιστικό σύστημα) είναι αυτός που στηρίζει ή διαλύει τις συμφωνίες; Και αν οι σχέσεις δεν συγκλίνουν, τι θέλουν και φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν;


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.