Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας, η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ο σχεδιασμός των απαραίτητων ενεργειών με βάση έναν μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα είναι, σύμφωνα με τον κ. Ν. Παλαιοκρασσά, μέλος του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της ΤτΕ, απαραίτητες προϋποθέσεις για την επίτευξη της πραγματικής σύγκλισης. Σύμφωνα με τον ίδιο, αν διατηρήσουμε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης δύο ως τρεις εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον αντίστοιχο της ευρωζώνης, μπορούμε μέσα σε μία πενταετία να προσεγγίσουμε επίπεδα υψηλότερα και από το 80% του μέσου κατά κεφαλήν ευρωπαϊκού εισοδήματος.


– Κύριε Παλαιοκρασσά, το ευρώ βρίσκεται ήδη στις τσέπες των Ελλήνων. Πότε όμως θα έχει την ίδια αγοραστική δύναμη με το ευρώ των υπόλοιπων Ευρωπαίων της ζώνης του ευρώ;


«Πρέπει πρώτα να επισημάνουμε ότι και μόνο το γεγονός της υιοθέτησης του ευρώ ως νομίσματος της χώρας συμβάλλει στη διασφάλιση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων των Ελλήνων και μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για σημαντική και μόνιμη βελτίωση του βιοτικού μας επιπέδου».


– Γιατί το λέτε αυτό;


«Για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί η ικανοποίηση των προϋποθέσεων για την ένταξή μας στην ευρωπαϊκή Νομισματική Ενωση αφενός υποδηλώνει το μεγάλο μέγεθος της προσαρμογής της οικονομίας μας που έχει ήδη συντελεστεί και αφετέρου απέδειξε ότι μπορούμε να θέτουμε φιλόδοξους στόχους και να τους πραγματοποιούμε αν είμαστε διατεθειμένοι να εργαστούμε με συνέπεια και επιμονή. Δεύτερον, επειδή η Συνθήκη θεσπίζει ότι η νομισματική σταθερότητα είναι ο πρωταρχικός σκοπός της νομισματικής πολιτικής που ήδη ασκείται από το 1999 στις χώρες της ζώνης του ευρώ. Η έννοια αυτή προσδιορίστηκε ποσοτικά ως συγκράτηση του ετήσιου ρυθμού αύξησης των τιμών μεσοπρόθεσμα σε επίπεδο χαμηλότερο του 2%. Επομένως μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων είναι η φυσική συνέπεια της απόφασης των χωρών να ενταχθούν στη Νομισματική Ενωση και να δεχθούν όχι μόνο τα οφέλη αλλά και τις υποχρεώσεις και την πειθαρχία στην οικονομική τους πολιτική που αυτή η απόφαση τους επιβάλλει».


– Είναι όμως η νομισματική σταθερότητα αυτοσκοπός;


«Ασφαλώς όχι. Αποτελεί όμως σοβαρή προϋπόθεση για να υπάρχει σταθερή και διατηρήσιμη αύξηση των εισοδημάτων, ιδιαίτερα στις χώρες όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι ακόμη χαμηλό σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Μετρούμενο σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ήταν το 2001 στο 70% περίπου του αντίστοιχου μέσου όρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Μπορούμε, αν διατηρήσουμε ρυθμό ανάπτυξης ετησίως δύο ως τρεις εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον αντίστοιχο της Ευρώπης, να προσεγγίσουμε επίπεδα υψηλότερα και από το 80% του μέσου κατά κεφαλήν ευρωπαϊκού εισοδήματος μέσα σε μία πενταετία. Αλλά δεν πρέπει να σταματήσουμε εκεί. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει στην επόμενη φάση να ανεβάσουμε τον πήχη και να στοχεύουμε τελικά στην εξίσωση του εισοδήματός μας με το μέσο εισόδημα στη ζώνη του ευρώ».


– Είναι εύκολο αυτό;


«Αναμφισβήτητα όχι. Πρέπει όμως να το επιδιώξουμε και να του δώσουμε πρώτη προτεραιότητα. Τότε μόνο θα αισθανθεί ο έλληνας πολίτης ότι η επιλογή της ένταξης στην ευρωζώνη ήταν η ενδεδειγμένη και ότι η προσπάθεια και οι θυσίες του βρήκαν αντίκρισμα. Οταν θα υπάρχει απασχόληση για όλους και ιδιαίτερα για τους νέους, όταν και αυτοί που αμείβονται με τον χαμηλότερο μισθό ή λαμβάνουν τη μικρότερη σύνταξη θα έχουν εξασφαλίσει ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης, όταν το κράτος θα είναι σε θέση να προσφέρει τις κοινωνικές υπηρεσίες που ζητούν οι πολίτες και όταν θα έχει ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή».


– Πώς μπορούμε να τα επιτύχουμε αυτά;


«Ολοι λίγο-πολύ συμφωνούμε ότι πρέπει να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, να γίνουμε περισσότερο παραγωγικοί, να συνεχίσουμε το πρόγραμμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και να ενεργούμε με βάση ένα μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι πρέπει να δώσουμε πολύ μεγαλύτερη προσοχή στην εκπαίδευση, στη διά βίου εκπαίδευση, που δεν περιορίζεται μόνο σε αυτήν που παρέχεται στα σχολεία ή στα πανεπιστήμια, αλλά και στους χώρους εργασίας και στα ινστιτούτα επιμόρφωσης. Αυτό θα δώσει άλλον δυναμισμό και ευκαμψία στην ελληνική αγορά εργασίας, επιτρέποντας έτσι να μετριάζονται οι επιπτώσεις στην οικονομία μας από κυκλικές διαταραχές, εξωγενούς κυρίως προέλευσης, που αναμφίβολα θα υπάρξουν».


– Πόσο εύκολο είναι να αποκτήσει η ελληνική οικονομία τέτοιον δυναμισμό;


«Κανένας, νομίζω, δεν θα ισχυριστεί ότι είναι εύκολο. Αλλά μήπως στα μέσα της δεκαετίας του 1990 φαινόταν ευκολότερο το εγχείρημα της ένταξης στη Νομισματική Ενωση;».


– Η διευκόλυνση στις συγκρίσεις τιμών που προσφέρει το νέο νόμισμα εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε εξομοίωση των τιμών σε πολλά προϊόντα στις χώρες της ζώνης του ευρώ. Πώς θα επηρεάσει η εξέλιξη αυτή τις τιμές στην Ελλάδα και τον πληθωρισμό, καθώς στη χώρα μας πολλά είδη, όπως ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά, είναι από τα φθηνότερα στη ζώνη του ευρώ;


«Αναμφισβήτητα η εισαγωγή του ευρώ θα ενισχύσει τη διαφάνεια και τη «διασυνοριακή» συγκρισιμότητα των τιμών. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε όμως ότι όποια εξομοιωτική επίπτωση υπάρξει στις τιμές, λόγω της έκφρασής τους στο κοινό νόμισμα, θα είναι σχετικά μικρή και δεν θα εκδηλωθεί άμεσα. Βεβαίως, κάποια σύγκλιση στις τιμές τυποποιημένων βιομηχανικών προϊόντων έχει ήδη επέλθει. Αλλά διαφοροποιήσεις εξακολουθούν να υπάρχουν τόσο σε γενικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο τιμών μεμονωμένων προϊόντων. Το γενικό επίπεδο τιμών στη χώρα μας κατατάσσεται μεταξύ των χαμηλότερων στην Ευρώπη, όπως επίσης χαμηλότερο είναι και το μέσο εισόδημα των Ελλήνων. Υπάρχουν προϊόντα, όπως για παράδειγμα μερικά ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά είδη, τα οποία πωλούνται φθηνότερα στην Ελλάδα και πολλά από τα είδη αυτά είναι εισαγόμενα. Αυτό οφείλεται στην επίδραση άλλων παραγόντων που διαμορφώνουν την τελική τιμή των προϊόντων και οι οποίοι διαφοροποιούνται μεταξύ χωρών, καθώς υπάρχουν διαφορές στην αμοιβή και στην παραγωγικότητα της εργασίας, στα ενοίκια, αλλά ακόμη και στο κόστος κεφαλαίου πριν από την ένταξή μας στη Νομισματική Ενωση την 1η Ιανουαρίου 2001. Υπάρχουν επίσης διαφορές στην εμπορική-τιμολογιακή πολιτική που ακολουθούν σε κάθε χώρα οι μεγάλες επιχειρήσεις που παράγουν αυτά τα προϊόντα, διαφορές που συνδέονται με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε εθνικής αγοράς. Εκτιμάται πάντως ότι με την έκφραση των τιμών σε ενιαίο νόμισμα η τάση σύγκλισης προς τις χαμηλότερες τιμές θα είναι εντονότερη σε σχέση προς την αντίστροφη τάση προσαρμογής προς τις υψηλότερες τιμές ομοειδών προϊόντων σε άλλες χώρες. Σε όσα δηλαδή προϊόντα η τιμή είναι χαμηλότερη στην Ελλάδα είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι αυτό δεν ήταν σε γνώση των πωλητών. Αλλοι επομένως παράγοντες υπεισέρχονται στη διαμόρφωση των τιμών και αυτοί, όπως προαναφέραμε, δεν έχουν άμεση σύνδεση με την εισαγωγή του ευρώ. Πάντως, όταν συγκρίνουμε τιμές προϊόντων σε διαφορετικές αγορές, απαιτείται πρώτα να εξακριβώνουμε ότι πρόκειται για το ίδιο προϊόν και ότι δεν διαφέρουν βασικά χαρακτηριστικά του ­ να μη συγκρίνουμε δηλαδή τις τιμές, π.χ., αυτοκινήτου συγκεκριμένης μάρκας και κυβισμού αλλά με διαφορετικό εξοπλισμό. Παράλληλα, καθώς κλείνει η απόσταση που χωρίζει το επίπεδο ανάπτυξης της οικονομίας μας από εκείνο των άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών, είναι αναμενόμενο να παρατηρείται και μια σύγκλιση προς το υψηλότερο επίπεδο τιμών των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Ας μη σπεύσουμε επομένως να αποδώσουμε στην εισαγωγή του ευρώ κάθε προς τα άνω προσαρμογή των τιμών».