Αφορμή για το σημερινό σχόλιο είναι η παταγώδης αποτυχία του συμβούλου της κυβέρνησης στη ρευστοποίηση της περιουσίας τής ΟΑ. Οπως γράφτηκε και διατυπώθηκε από πολλούς, δεν μπορεί να αξιολογείται ο δεύτερος ως πρώτος επειδή συγκριτικά είναι καλύτερα τα χρηματοοικονομικά δεδομένα του και τελικά να έχει πτωχεύσει. Ποιον συμβουλεύει ο σύμβουλος, την κυβέρνηση που πληρώνει ή τον υπό πτώχευση που προσπαθεί να σωθεί; Ετσι απλά το έθεσε, αν δεν κάνω λάθος, και ο κ. Κωνσταντόπουλος εκ μέρους του Συνασπισμού και έχει απόλυτα δίκιο στη λογική του.


Κάτι όμως δεν πάει σ’ αυτή τη λογική. Πώς είναι δυνατόν ένας διεθνούς φήμης και πελατείας επενδυτικός και τραπεζικός οργανισμός να λειτουργεί εις βάρος του πελάτη του; Πώς είναι δυνατόν να προεξοφλεί ουσία τόσο φθηνά, ανταλλάσσοντας φήμη και πελατεία, σε μια αγορά όπως η τραπεζική, που στηρίζεται στην αξιοπιστία, με ένα τόσο μικρό αντάλλαγμα, π.χ. ακόμη και τη συνολική αξία τής ΟΑ χωρίς βάρη; Πώς είναι δυνατόν αυτό που δεν κάνει και ο τελευταίος εμποράκος της γειτονιάς να το κάνει ένας τεράστιος τραπεζικός οργανισμός; Για όλους, μικρούς και μεγάλους, ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.


Αρα, για να είμαστε λιγότερο υποκειμενικοί στην κρίση μας, πρέπει να γνωρίζουμε ποια ήταν η εντολή προς τον σύμβουλο. Αν η εντολή ήταν «πρότεινε την καλύτερη για την οικονομία λύση», τότε ο σύμβουλος και δεν πρέπει να πληρωθεί και οφείλουμε να τον καταγγείλουμε δημοσίως ώστε να επηρεαστεί η φήμη του διεθνώς. Ας σωθούν τουλάχιστον κάποιοι άλλοι από τα λάθη του που είναι πολύ πιθανόν λόγω αγνοίας να τον προσλάβουν στο μέλλον. Αν όμως η εντολή ήταν «πρότεινε την καλύτερη λύση υπό τον περιορισμό ότι δεν θα είναι άλλος εκτός από την Axon», τότε ο σύμβουλος καλώς ενήργησε. Κανένας δεν γνωρίζει, θα απαντούσε κάποιος.


Τι έγινε με τους προηγούμενους συμβούλους τής ΟΑ; Ηταν όλοι άχρηστοι ή πήραν λάθος εντολές; Τι έγινε πρόσφατα με την «ιδιωτικοποίηση» των Ναυπηγείων, τα οποία κατέληξαν εκεί όπου κατέληξαν όπως κατέληξαν; Ακόμη συζητούν τις συμβάσεις και τις υποχρεώσεις έναντι του ΟΣΕ. Τι γίνεται με την ιδιωτικοποίηση της ΕΤΒΑ, που ακόμη περιμένουμε να κλείσει, ενώ επιπροσθέτως δεν γνωρίζουμε ποια είναι η τιμή ανταλλαγής των μετοχών καθώς συμφωνήθηκε ως βάση η μέση χρηματιστηριακή στο διάστημα ανάμεσα στον χρόνο πρώτης συμφωνίας και υπογραφής; Τι γίνεται με τη ΔΕΗ που έφθασε να διορθώνουμε τα ενημερωτικά δελτία και να κυκλοφορούν περισσότερα του ενός γιατί δεν είχε προσδιοριστεί ποιος αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις ως προς τα Ταμεία;


Δεν έχει νόημα να αναφέρουμε λοιπόν παραδείγματα. Η επιστήμη το θέμα το έχει αντιμετωπίσει αρκετά προσεκτικά τα τελευταία χρόνια όταν κάνει διάκριση μεταξύ «μετόχων» και «μεριδιούχων». Είμαστε, λέει, μέλη μιας κοινωνίας ­ «μεριδιούχοι» ­ που οι διαχειριστές της δεν φαίνεται να έχουν τους ίδιους μηχανισμούς ελέγχου των αποτελεσμάτων της διοικητικής τους προσπάθειας που εμφανίζεται ότι έχουν οι διαχειριστές των «μετοχών».


Σε θεωρητικό επίπεδο τα ποιοτικά κριτήρια ελέγχου της διοίκησης που προκύπτουν από τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του μετόχου μιας εταιρείας είναι πολύ πιο αυστηρά και αποτελεσματικά από τα κριτήρια στον έλεγχο των μεριδίων για τη συμμετοχή μας στην κοινωνία που ζούμε. Αλλη ενημέρωση έχουμε για τη διοίκηση των εταιρειών όπου έχουμε μετοχές και άλλη για την κυβέρνηση. Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες γενικά και αόριστα. Οσο λοιπόν δεν καταγγέλλουμε και όσο εξακολουθούμε να πληρώνουμε τους ίδιους συμβούλους και γι’ αυτά και για άλλα έργα, π.χ. στις πωλήσεις ομολόγων, όσο διαχειριζόμαστε το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων με πολιτικά και όχι με καθαρά οικονομικά κριτήρια, η ευθύνη είναι δική μας και όχι των άλλων.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.