Εστω και αν πολλοί αναγνώστες μου θα νομίζουν ότι κάποιος φούρνος έχει γκρεμιστεί, θεώρησα σκόπιμο να εκφράσω και δημόσια τον ενθουσιασμό μου όταν διάβασα στα ψιλά των εφημερίδων την ανακοίνωση της Διεύθυνσης Πληροφορικής του αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας του υπουργείου Δημόσιας Τάξης που τόλμησε να δημοπρατήσει έναν διαγωνισμό ο οποίος αποτελεί κατά τη γνώμη μου μία από τις μεγαλύτερες διαρθρωτικές παρεμβάσεις της τελευταίας δεκαετίας στη χώρα. Απλά, με βάση τη δική μου μικροσκοπική ίσως οπτική γωνία, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης έβαλε τα γυαλιά στο ΥΠΕΘΟ και στο Ανάπτυξης στον βαθμό που θα πρότεινα στον αγαπητό συνάδελφο και Γ. Γ. Ανάπτυξης κ. Μάρδα να τον μελετήσει και να τον επιβάλει για το σύνολο των διαγωνισμών του Δημοσίου.


Τι το σημαντικό έκανε λοιπόν το αρχηγείο της Αστυνομίας που δεν μπόρεσε ως τώρα να το κάνει, π.χ., το ΥΠΕΧΩΔΕ ή το Ανάπτυξης; Απλά κάλεσε τους ενδιαφερομένους να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό για την επέκταση του δικτύου πληροφορικής της Αστυνομίας σε «δημόσια ανοιχτή συζήτηση, προκειμένου να σχολιαστεί το προσχέδιο τεχνικών προδιαγραφών-απαιτήσεων». «Σκοπός της συζήτησης» σύμφωνα με το κείμενο της ανακοίνωσης «είναι να διατυπωθούν από τους ενδιαφερομένους παρατηρήσεις-προτάσεις με στόχο τη βελτίωση των τεχνικών προδιαγραφών-απαιτήσεων ώστε αφενός να εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια και ανταγωνιστικότητα και αφετέρου να αποφευχθούν εμπλοκές και καθυστερήσεις από υποβολή ενστάσεων».


Το κείμενο είναι τόσο διάφανο που δεν χρειάζεται επεξήγηση. Ο αστ. διευθυντής κ. Ε. Κοντούλης, που υπογράφει το κείμενο, μας πληροφορεί ότι επειδή πιθανά να μη τα γνωρίζει όλα, αποτελεί άλλο ένα εκπληκτικό στοιχείο μια και φαίνεται να είναι ένας από τους λίγους έλληνες δημόσιους λειτουργούς που παραδέχεται δημόσια ότι δεν γνωρίζει κάτι από το έργο του, γι’ αυτό και θα ήθελε να μάθει προτού κάνει τον διαγωνισμό και καταλήξει σε έναν μειοδότη όσο μπορεί περισσότερα. Καλεί λοιπόν τους ενδιαφερομένους και πιθανά και όποιους άλλους θα ήθελαν να παραβρεθούν προς όφελος του ελληνικού Δημοσίου να του επιτρέψουν να μάθει.


Δεν μας λέει όμως μόνο αυτό. Βάζει όμως εμμέσως πλην σαφώς στους υποψηφίους να διαγωνιστούν τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι. Διότι με τη μεθοδολογία που επιλέγει τους υποχρεώνει να πουν ό,τι έχουν να πουν έγκαιρα και δημόσια προτού αρχίσει η διαδικασία. Διότι ύστερα από αυτή ο κ. αστ. διευθυντής και η επιτροπή δεν έχει καμία ευθύνη. Οσοι από εμάς έχουν ασχοληθεί με το θέμα των δημοσίων διαγωνισμών είτε σε πρακτικό είτε σε θεωρητικό επίπεδο γνωρίζουν ότι η συγκεκριμένη διαδικασία αποτελεί πάγια υποχρεωτική πρακτική στο σύνολο των διαγωνισμών του αμερικανικού δημοσίου και, για να αποδοθούν τα εύσημα σωστά, πρωτοεμφανίστηκε στα δικά μας όταν η ΕΕΤΤ αντιγράφοντας τον OFTEL προκήρυξε αντίστοιχη διαδικασία.


Τα πλεονεκτήματα από τη μεθοδολογία αυτή είναι πολλά και κάνει εντύπωση γιατί δεν χρησιμοποιείται στο σύνολο του Δημοσίου. Είναι απορίας άξιο δηλαδή τι κάνει τους δημόσιους λειτουργούς, με εξαίρεση τον κ. Κοντούλη, να προκηρύσσουν διαγωνισμούς που με μαθηματικούς τύπους επιτρέπουν στους διαγωνιζομένους να στήνουν το αποτέλεσμα (π.χ. ΥΠΕΧΩΔΕ), που με ασαφείς προδιαγραφές περιγράφουν στους γνωρίζοντες τον νικητή (π.χ. κριτήρια τεχνικών αξιολογήσεων των έργων των ΚΠΣ), που με ασαφείς διατυπώσεις και περιγραφές των άρθρων επιτρέπουν στις επιτροπές να ερμηνεύουν τους όρους κατά το δοκούν (διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων, π.χ. ΟΑ) και, τέλος, χωρίς σαφείς περιγραφές των εντολών εκτέλεσης να μεταθέτουν τον χρόνο παράδοσης ή το κόστος εκτέλεσης των έργων σε επίπεδα που μόνο ο ελλειμματικός κρατικός προϋπολογισμός μπορεί να τα αναλάβει (βλέπε, π.χ., αναμενόμενες υπερβάσεις στα ολυμπιακά έργα). Είναι ειλικρινά απορίας άξιο και γι’ αυτό και τα συγχαρητήρια του τίτλου.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.