Για μία ακόμη φορά ο ιδιωτικός τομέας διδάσκει. Αφορμή, η επιταχυνόμενη ανάπτυξη των διεπιχειρηματικών συνεργασιών του ιδιωτικού τομέα σε σύγκριση με την επιφυλακτικότητα του Δημοσίου. Ο προβληματισμός δεν είναι τυχαίος αφού στη βάση του με κάνει εδώ και καιρό να επιλέγω ως πιο αποτελεσματική μεθοδολογία ιδιωτικοποίησης σε σχέση με τη μετοχοποίηση εκείνη του στρατηγικού επενδυτή.


Το ερώτημα έχει ως εξής: Γιατί υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε συγκεκριμένους μεγάλους μετόχους επιλέγουν να αναπτυχθούν μέσω στρατηγικών συνεργασιών (θα μπορούσα εύκολα να αναφέρω αρκετές αλλά η πρόσφατη ειδησεογραφία με καλύπτει), ενώ σε αντίθεση το ελληνικό Δημόσιο, με απείρως μεγαλύτερη διάχυση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος (δεν θεωρώ τον κ. Παπαντωνίου τόσο μεγάλο ιδιοκτήτη της ΔΕΗ ή του ΟΤΕ σε σύγκριση με το ιδιοκτησιακό δεδομένο του κ. Κοντομηνά), και δεν το αποφασίζει αλλά και δεν το τολμά; Τι κάνει με άλλα λόγια τον ισχυρό ιδιώτη-ιδιοκτήτη να δέχεται να μοιραστεί τη διακυβέρνηση της επιχείρησής του ενώ οι διαχειριστές της δημόσιας περιουσίας εδώ και χρόνια το αποφεύγουν και επιλέγουν τις μετοχοποιήσεις; Ενα είναι κατά τη γνώμη μου το συμπέρασμα: το ενδιαφέρον τους για το μέλλον της επιχείρησης που διοικούν.


Για να αναπτυχθεί η επιχείρηση θέλει κεφάλαια. Αν ο επιχειρηματίας είναι ικανός, τα βρίσκει στη χρηματαγορά και στην κεφαλαιαγορά περιορίζοντας αντίστοιχα το ιδιοκτησιακό του δικαίωμα. Αποκτά τον αναγκαίο κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και αναπτύσσει την επιχείρησή του. Η ανάπτυξη όμως δεν επιτυγχάνεται μόνο με φυσικό κεφάλαιο. Απαιτεί και ανθρώπινο. Και το ανθρώπινο, όπως και το φυσικό, για να αποκτηθεί απαιτεί περαιτέρω διάχυση του διοικητικού δικαιώματος, με μεταφορά περιουσιακών στοιχείων στους φορείς που χρησιμοποιεί η επιχείρηση. Η ουσιαστική ανάγκη και όχι οι πιέσεις έκανε τον ιδιωτικό τομέα να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα με παροχή κινήτρων και διανομή δικαιωμάτων ή και μετοχών.


Η διεύρυνση των αγορών συνεχίζεται όσο η τεχνολογία δημιουργεί νέες ανάγκες και νέους ορίζοντες. Ακόμη και εκείνο που ως χθες νομίζαμε εύκολο, π.χ. το πρωτάθλημα της Ελλάδας, γίνεται αντιληπτό ότι μπορεί να κερδηθεί μόνο αν ξεπεραστούν τα ταμπού για ελληνοπρεπή ομάδα. Οφείλουμε να προχωρήσουμε σε καλές μεταγραφές ξένων. Αλλα πρωταθλήματα, άλλες εμπειρίες, άλλη τεχνολογία. Ετσι αποφασίζουμε να χρησιμοποιήσουμε π.χ. βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές επειδή έχουν διακοπές όταν εμείς έχουμε πρωτάθλημα. Νέες συνεργασίες, νέο ανθρώπινο κεφάλαιο, περισσότερη διάχυση εξουσίας. Ο ιδιώτης επιχειρηματίας προχωρεί ενώ ο αντικειμενικός στόχος παραμένει ο ίδιος, το μέλλον της επιχείρησής του.


Ας αντιπαραθέσουμε τώρα στη συγκεκριμένη τακτική τη συμπεριφορά του Δημοσίου. Και ας προσέξουμε μια ουσιώδη διαφορά. Ο ιδιώτης είναι ιδιοκτήτης και διαχειριστής, ο δεύτερος είναι απλός διαχειριστής. Ο πρώτος αντιλαμβάνεται το εύρος των δυνατοτήτων του και αυτοπεριορίζεται. Ο δεύτερος γνωρίζει ότι το ελληνικό Δημόσιο μπορεί να φορτωθεί όλα τα χρέη και ακόμη περισσότερο χωρίς ποινές σε προσωπικό επίπεδο και αδιαφορεί. Δεν αναγνωρίζει τις αδυναμίες του και τους περιορισμούς του. Στοχεύει εκεί που μόνο ο ίδιος γνωρίζει. Και παραμένει εθνικιστής, υπερήφανος, πτωχός και καταδικασμένος. Αντί να διευκολύνει τα άτομα να έχουν εισοδήματα και κέρδη από την παραγωγική τους συμβολή ώστε να έχει δημόσια έσοδα, επιλέγει να διοικεί ανεξαρτήτως κόστους ατελέσφορα τις δημόσιες επιχειρήσεις. Το τι συνεπάγεται αυτή η επιλογή του είναι γνωστό και ιδιαίτερα δαπανηρό.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.