Η υιοθέτηση του ευρώ φέρνει τα πάνω – κάτω στο λιανεμπόριο με αποτέλεσμα οι τιμές των προϊόντων στα ράφια των σουπερμάρκετ αλλού να μειώνονται και αλλού να αυξάνονται, ώστε σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης να είναι ίδιες. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες του «Βήματος», οι πολυεθνικές παραγωγικές εταιρείες έχουν συμφωνήσει με τους λιανοπωλητές, δηλαδή τις αλυσίδες των σουπερμάρκετ, να προωθήσουν ενιαίους τιμοκαταλόγους σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα μετά την άνοιξη του 2002. Δηλαδή ένα προϊόν θα πωλείται στην ίδια τιμή, π.χ., στη Γερμανία, στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Ωστόσο από τον Οκτώβριο του 2001 ως και τον Μάρτιο του 2002 οι τιμές στην αγορά δεν πρόκειται να αλλάξουν. Παράλληλα ανατρέπονται άρδην και οι σχέσεις των Ευρωπαίων και των πολυεθνικών προμηθευτών με τους λιανεμπόρους. Η εμπορική πολιτική των ξένων μεγάλων παραγωγών, που στηρίχθηκε ως σήμερα στις παροχές και στις εκπτώσεις μέσω των οποίων συμπιέζονταν οι τιμές των προϊόντων σε ορισμένες φθηνές χώρες, διαφοροποιείται εντυπωσιακά και οι πωλήσεις προς τα σουπερμάρκετ θα γίνονται σε ενιαία τιμή ανεξαρτήτως χώρας. Αυτό βεβαίως θα έχει ως αποτέλεσμα να ευνοηθούν οι ελληνικές βιομηχανίες που δεν είναι θυγατρικές πολυεθνικών επιχειρήσεων, αρκεί να… μειώσουν τις τιμές των προϊόντων τους και να γίνουν ανταγωνιστικές.



Η προώθηση ενιαίων τιμών δεν είναι νέο φαινόμενο. Πρόκειται για μια διαδικασία που ξεκίνησε εδώ και δυο-τρία χρόνια και την οποία επισπεύδει η υιοθέτηση του ευρώ. Στην Ισπανία, π.χ., που ως σήμερα είναι μια από τις φθηνότερες αγορές της Ευρώπης, οι τιμές των απορρυπαντικών και των καλλυντικών αυξάνονται ήδη με ρυθμούς μεγαλύτερους από 20%, αν και ο πληθωρισμός της κινείται στα επίπεδα του 2%-3%.


Οπως ανέφεραν πηγές της αγοράς μιλώντας στο «Βήμα», η είσοδος του ευρώ σηματοδοτεί μια νέα εποχή για την ευρωπαϊκή αγορά, που φυσικά δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη και την ελληνική. Ενας από τους λόγους που οι πολυεθνικές εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων άρχισαν τη διαδικασία «ενιαιοποίησης» των τιμών ήταν οι λεγόμενες «παράλληλες εισαγωγές».


Οπως είναι γνωστό, οι πολυεθνικές ακολουθούσαν διαφορετική εμπορική πολιτική από χώρα σε χώρα και ανάλογα με το προϊόν, ενώ η διαφορά τιμών ομοειδών προϊόντων σε διάφορες χώρες κυμαινόταν από 20% ως και 40%. Στην ευρωπαϊκή αγορά όμως έχουν συσταθεί και λειτουργούν αρκετοί προμηθευτικοί οργανισμοί κυρίως μικρομεσαίων ­ με τα ευρωπαϊκά κριτήρια ­ λιανεμπορικών επιχειρήσεων, οι οποίοι αξιοποιώντας αυτές τις διαφορές τιμών κατόρθωναν να αγοράζουν φθηνά και να προμηθεύουν σε ανταγωνιστικές τιμές τις επιχειρήσεις-μέλη τους, ζημιώνοντας όμως έτσι ­ και δημιουργώντας τους ποικίλα προβλήματα ­ τις τοπικές θυγατρικές των πολυεθνικών. Αυτή είναι όμως η μία πλευρά. Από την άλλη, αρκετές τοπικές αλυσίδες ή έμποροι-εισαγωγείς έκαναν εισαγωγές από τις κατά περίπτωση φθηνές χώρες σε ζημιά φυσικά και πάλι των τοπικών θυγατρικών των πολυεθνικών.


Οι πολυεθνικές εταιρείες υπολόγισαν την ετήσια ζημιά τους από αυτή τη διαδικασία συνολικά στα 2 τρισ. δρχ., με αποτέλεσμα να αντιδράσουν και να οδηγηθούν στην προαναφερθείσα απόφαση και κατόπιν σε συμφωνία. Σήμερα η διαφορά τιμών από χώρα σε χώρα έχει μειωθεί σημαντικά και υπολογίζεται ότι στις κατηγορίες των μη τροφίμων είναι της τάξεως του 5%-6%.


Εν τω μεταξύ πρόκειται να αλλάξει ­ ίσως γίνει από τις αρχές του επομένου έτους ­ η εμπορική πολιτική των πολυεθνικών εταιρειών έναντι των λιανεμπορικών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, εφόσον οι τιμοκατάλογοι θα είναι οι ίδιοι για ολόκληρη την ευρωπαϊκή αγορά, τούτο πρακτικά σημαίνει, όπως εξηγούσαν, ότι οι παροχές προς τις αλυσίδες των σουπερμάρκετ δεν πρόκειται να αυξηθούν και θα παραμείνουν στα επίπεδα που σήμερα έχουν διαμορφωθεί, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «τα σουπερμάρκετ ό,τι πήραν, πήραν».


Είναι όμως γνωστό ότι οι παροχές είναι δύο ειδών: πρώτον, τα λεγόμενα «πιστωτικά» που υποκαθιστούν σημαντικό μέρος των κερδών των λιανεμπόρων και είναι περίπου το 50%-60% των παροχών, δηλαδή ανάλογα με τον ετήσιο τζίρο που θα κάνει μια αλυσίδα προς τον προμηθευτή της απολαμβάνει και τις αντίστοιχες παροχές και, δεύτερον, οι λεγόμενες προωθητικές ενέργειες εντός των καταστημάτων. Η πρώτη κατηγορία λοιπόν θα «παγώσει» και οι θυγατρικές εταιρειών των πολυεθνικών θα διαχειρίζονται κατά περίπτωση τα κεφάλαια που αφορούν τις προωθητικές ενέργειες, τις οποίες θα τις κατευθύνουν επιλεκτικά στις μεγάλες αλυσίδες, εκεί δηλαδή που όπως ελέχθη χαρακτηριστικά «θα πιάσουν τόπο». Αυτή η κατηγορία των παροχών θα είναι και το αντικείμενο των ετήσιων διαπραγματεύσεων μεταξύ λιανεμπόρων και προμηθευτών.


Ακόμη υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν αποκλείεται μέρος των κεφαλαίων τους, που σήμερα κατευθύνεται στην τηλεοπτική διαφήμιση, να αλλάξει «ρότα» και να κατευθυνθεί στα σουπερμάρκετ μέσω των προωθητικών ενεργειών.


«Ουδέν κακόν αμιγές καλού». Οι ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις καταναλωτικών προϊόντων μετά την προαναφερόμενη εμπορική πολιτική που σκοπεύουν να ακολουθήσουν οι πολυεθνικές εταιρείες είναι προφανές ότι θα είναι σε πλεονεκτικότερη θέση, αφού θα διαθέτουν αρκετή ευελιξία. Ειδικότερα, η ευελιξία τους συνίσταται στο γεγονός ότι θα μπορούν είτε να δίνουν υψηλότερες παροχές είτε ακόμη και να πουλούν σε φθηνότερες τιμές τα προϊόντα τους εν αντιθέσει με τις θυγατρικές εταιρείες των πολυεθνικών που θα είναι «μπλοκαρισμένες σε μια ευρωπαϊκή στρατηγική». Είναι προφανές ότι το «τοπίο» στις σχέσεις των δύο εταίρων της αγοράς πρόκειται να αλλάξει εντυπωσιακά. Νέοι όροι, νέα δεδομένα, αλλά και ανταγωνισμοί είναι αυτά τα στοιχεία που θα το προσδιορίσουν…


Αλλά και η εισαγωγή του ευρώ στην καθημερινότητα της ευρωπαϊκής αγοράς φέρνει ένα καλό νέο, έστω και πρόσκαιρο για τους καταναλωτές. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες του «Βήματος», μεταξύ των πολυεθνικών, προμηθευτών και λιανεμπόρων της Ευρώπης έχει συναφθεί μια άτυπη συμφωνία, με βάση την οποία δυο-τρεις μήνες πριν από την είσοδο του ευρώ αλλά και δυο-τρεις μήνες μετά την 1η Ιανουαρίου του 2002 δεν θα «πειραχθούν καθόλου οι τιμές» έτσι ώστε να μη δοθεί η εντύπωση στους καταναλωτές ότι οι «μεγάλοι» της αγοράς σκοπεύουν να κερδοσκοπήσουν εις βάρος των καταναλωτών με την εμφάνιση του νέου νομίσματος. Με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα η συμφωνία αυτή, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα έχει εφαρμογή και στην Ελλάδα.


Μια νέα κατάσταση πιο ανταγωνιστική, αλλά με αρκετά ευκρινείς κανόνες, έχει αρχίσει ήδη να διαμορφώνεται στην ευρωπαϊκή και κατά συνέπεια και στην ελληνική αγορά…