Θα αναπτυχθεί η οικονομία με τους ρυθμούς που προβλέπαμε στα τέλη του 2000 (4,6% σύμφωνα με το ΟΟΣΑ); Θα ισορροπήσουμε το έλλειμμα του προϋπολογισμού δημιουργώντας μάλιστα και πλεόνασμα ή θα πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα σε «βούτυρο και κανόνια»; Ευσταθεί η κριτική του ΣΕΒ σχετικά με την υστέρηση του κυβερνητικού έργου σε θέματα διαρθρωτικών παρεμβάσεων ή έχει δίκιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που αναγνωρίζει πρόοδο στην εξελικτική πορεία του τόπου; Είμαστε έτοιμοι να παρέμβουμε στις αγορές ώστε αυτές στη συνέχεια να προσαρμόσουν ευέλικτα τις ισορροπίες στα επιθυμητά επίπεδα ή ακόμη προβληματιζόμαστε ως προς την αναγκαιότητα και τον τύπο της πολιτικής; Του χρόνου τέτοια εποχή θα βρισκόμαστε εκεί που προβλέπαμε πριν από λίγους μήνες ή θα πανικοβληθούμε;


Τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου δεν εμπνέουν αισιοδοξία και τέσσερις είναι οι κυριότεροι λόγοι.


Ο πρώτος έχει να κάνει με τη στασιμότητα στην παραγωγή αλλά και την ειδική διάρθρωση που καταγράφεται στα κέρδη των επιχειρήσεων. Σε γενικές γραμμές, τα αποθέματα σύμφωνα με τις επιχειρήσεις είναι σε μεγαλύτερα από τα επιθυμητά επίπεδα, και από τα μέχρι στιγμής στοιχεία φαίνεται ότι τα κέρδη δεν καταγράφουν τη δυναμική που θα διάκρινε κανείς σε μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη οικονομία. Οσο λοιπόν τα κέρδη είναι στάσιμα και τα αποθέματα είναι μεγάλα, οι επενδυτές δεν αναλαμβάνουν να υλοποιήσουν δημιουργικές ιδέες και προτάσεις, με αποτέλεσμα τα διαθέσιμα κεφάλαια να λιμνάζουν αχρησιμοποίητα σε repos, γεγονός που καθιστά μάλλον απίθανο η οικονομία να επιτύχει στη συνέχεια υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.


Ο δεύτερος έχει να κάνει με το διεθνές αλλά και εσωτερικό περιβάλλον σε σχέση με την προσαρμογή στην ύφεση. Οπως φαίνεται από τις πρώτες εκτιμήσεις της οικονομικής συγκυρίας, οι δείκτες των καταναλωτικών δαπανών και ο ρυθμός αύξησης της καταναλωτικής πίστης βαίνουν μειούμενοι. Επίσης, με εξαίρεση τις πρόσφατες ενδείξεις των ΗΠΑ, και για το σύνολο της ΕΕ οι αντίστοιχοι ρυθμοί είναι μάλλον συγκρατημένοι. Επιβράδυνση των συγκεκριμένων τάσεων οδηγεί σε συγκράτηση των ρυθμών ανάπτυξης, με άμεση επίπτωση στις χώρες που προέβλεπαν υψηλούς ρυθμούς.


Ο τρίτος έχει να κάνει με την τάση που αναπτύσσεται όταν σε μια κοινωνία εξαντλείται η δημιουργικότητα. Υπάρχουν τόσα ακόμη να γίνουν που ακόμη και ο χρόνος που δαπανάται για αυτοπροβολή είναι ένδειξη εξάντλησης των δημιουργικών ικανοτήτων. Δεν ξέρω αν κάνω λάθος αλλά εντύπωσή μου είναι ότι ζούμε μια περίοδο που η συμπεριφορά μας προσομοιάζει με συμπεριφορά αποστράτων στη Λέσχη των Αξιωματικών.


Ο τέταρτος, τέλος, έχει να κάνει με την αδικαιολόγητη καθυστέρηση των υπευθύνων να αποδεχθούν ότι στη νομισματικά ενοποιημένη εποχή που ζούμε πλέον, η δημοσιονομική πολιτική σε συνδυασμό με τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις είναι τα μόνα εργαλεία που διαθέτει η κυβέρνηση στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Ενώ όλοι γνώριζαν ότι μόνο μέσω εσόδων και δαπανών θα σταθεροποιείται η οικονομία πλέον, όλοι επιμελώς απέφευγαν να το ανακοινώσουν στους συναδέλφους τους. Και αυτοί σχεδίαζαν χωρίς τον ξενοδόχο.


Μια πρώτη λύση λοιπόν ούτε κανόνια ούτε βούτυρο, καλύτερα αργότερα και τα δύο. Μια δεύτερη παρέμβαση, ταχύτερη προώθηση των κοινοτικών προγραμμάτων. Μεταθέτοντας την ευθύνη της διαχείρισης στον ιδιωτικό τομέα. Μια τρίτη θα απαιτούσε ιδιαίτερη μέριμνα στον χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) ώστε να επιβραδυνθούν οι επιπτώσεις σε αυτές από τη συρρίκνωση της παραγωγής, και τέλος μια τέταρτη θα επεδίωκε να άρει τις διάχυτες αβεβαιότητες κοινωνικοποιώντας για μία φορά επιτέλους την έκταση του αφανούς δημόσιου χρέους.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.