Απόψε στις οκτώ, την ώρα που όλοι θα προετοιμάζονται για την υποδοχή του νέου χρόνου, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Λ. Παπαδήμος, ο υφυπουργός Οικονομικών κ. Γ. Δρυς και οι στενοί συνεργάτες τους θα βρίσκονται στα γραφεία τους μπροστά στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τους ώστε από το Σύστημα Αϋλων Τίτλων να υπολογίσουν με ακρίβεια το ύψος του δημόσιου χρέους σε ευρώ.


Εκείνη την ώρα αναμένεται να ολοκληρωθεί μια πολύπλοκη διαδικασία που ξεκίνησε την περασμένη Παρασκευή για τη μετατροπή των ομολόγων που έχει εκδώσει το ελληνικό Δημόσιο από το 1991 ως σήμερα, των εντόκων γραμματίων και των προμετόχων από δραχμές σε ευρώ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών, το δημόσιο (εσωτερικό) χρέος που ανέρχεται σε 35,77 τρισ. δρχ. και με δεδομένη την ισοτιμία 1 ευρώ = 340,75 δρχ. που «κλείδωσε» οριστικά και αμετάκλητα θα ξεπερνά τα 105 δισ. ευρώ ­ το πόσο ακριβώς θα μας το πουν αύριο. Ο υφυπουργός Οικονομικών κ. Δρυς υπογραμμίζει: «Η μετατροπή του δημόσιου χρέους σε ευρώ είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός αφού σηματοδοτεί την ισότιμη παρουσία και συμμετοχή της χώρας στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της ενιαίας αγοράς ευρωομολόγων. Η επιτυχία της προσπάθειας έχει βαρύνουσα σημασία αφού η αγορά των τίτλων μαζί με την κεφαλαιαγορά θα είναι οι πρώτοι τομείς της ελληνικής οικονομίας που υιοθετούν το ενιαίο νόμισμα και θα λειτουργούν σε αυτό έναν χρόνο νωρίτερα από τους άλλους».


* Ασφαλής διέξοδος


Οσο και αν αυτό το ιλιγγιώδες χρέος προβληματίζει την κυβέρνηση καθώς το 2001 θα πρέπει να καταβάλει για τόκους 3,3 τρισ. δρχ. ή 9,71 δισ. ευρώ, η ύπαρξή του αποτελεί μια ασφαλή διέξοδο τοποθετήσεων για τους αποταμιευτές και τους επενδυτές μετά την κατάρρευση των επιτοκίων καταθέσεων. Το 66% των τίτλων του ελληνικού Δημοσίου που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους οι τράπεζες έχουν επιτόκιο υψηλότερο από 7% καθώς έχουν εκδοθεί τα προηγούμενα έτη και αυτό εγγυάται σταθερές αποδόσεις για μια σειρά προϊόντα που στηρίζονται στους κρατικούς τίτλους.


Τα προϊόντα αυτά είναι τα ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια που φαίνονται αναλυτικά στους πίνακες που δημοσιεύονται στο ειδικό ένθετο «η Δραχμή σας» και έδωσαν το 2000 θετικές αποδόσεις που κινήθηκαν κατά μέσον όρο στο 6%, ήταν δηλαδή υψηλότερες από τον πληθωρισμό, τα αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων, που έδωσαν ακόμη υψηλότερες αποδόσεις περί το 7%, και τα repos για τοποθετήσεις ποσών άνω των 5.000.000 δρχ. Για τους κατόχους (ιδιώτες) ομολόγων παλαιότερων εκδόσεων ο κ. Δρυς επισημαίνει: «Η μετατροπή των τίτλων του Δημοσίου σε ευρώ γίνεται αυτόματα με μέριμνα του Δημοσίου, της Τράπεζας της Ελλάδος και των εμπορικών τραπεζών και για τον λόγο αυτόν δεν απαιτείται καμία ενέργεια από την πλευρά των επενδυτών».


* Τα ομόλογα στο Euro-MTS


Μετά και την ολοκλήρωση της μετατροπής του χρέους σε ευρώ από την Τρίτη τα ελληνικά ομόλογα θα διαπραγματεύονται στο Euro-MTS, που είναι το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό ηλεκτρονικό σύστημα εμπορίας κρατικών ομολόγων και χρησιμοποιείται από ένα μεγάλο δίκτυο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία συμμετέχουν ενεργά στις αγορές ομολόγων.


Η εισαγωγή των ελληνικών ομολόγων στο Euro-MTS θα σημάνει το άνοιγμα της αγοράς των ελληνικών ομολόγων σε ένα μεγάλο εύρος επενδυτών και η πρόσθετη ρευστότητα που θα προκύψει θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα για την αύξηση της τιμής τους.


Μετά και την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, όπως επισημάνθηκε και σε μελέτη της Alpha Bank, τα επιτόκια των ελληνικών τίτλων θα συγκλίνουν προς τα αντίστοιχα των ευρωπαϊκών χωρών, θα εξακολουθούν όμως να έχουν ελαφρώς υψηλότερες αποδόσεις.


Ως δείκτης αναφοράς για τις αποδόσεις των κρατικών τίτλων, των ομολόγων δεκαετούς διαρκείας, έχει επικρατήσει το γερμανικό ομόλογο bund εξαιτίας του μεγάλου όγκου των μελλοντικών συμβολαίων που πραγματοποιούνται σε όλον τον κόσμο.


Προς αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας


Στο νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο αναμένεται μια εκ νέου αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από Α2 σε Α1 στην κλίμακα της Moody’s και από Α- σε Α στην κλίμακα της Standard and Poors και της Fitch IBCA. Με την αναβάθμιση τα ελληνικά ομόλογα θα απευθύνονται πλέον στην κατηγορία επενδυτών ομολογιακών τίτλων και θα έχουν να ανταγωνιστούν κυρίως ομολογιακές εκδόσεις μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών που βρίσκονται στην κατηγορία πιστοληπτικής αξιολογήσεως Α.