Από άποψη οικονομικού μεγέθους φαντάζει κουκκίδα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και παράλληλα υστερεί σημαντικά στους κοινωνικοοικονομικούς δείκτες και στις επιδόσεις, πράγματα που δείχνουν τη μεγάλη απόκλιση της πραγματικής οικονομίας από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή και το χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων. Αυτή όμως η Ελλάδα σε 27 ημέρες θα ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ με τον οξύτατο ανταγωνισμό, το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, την καλύτερη υποδομή και με τους καλύτερους βασικούς κοινωνικοοικονομικούς δείκτες. Με λίγα λόγια, η χώρα πορεύεται προς την Οικονομική και Νομισματική Ενωση με μια πραγματική οικονομία που παρουσιάζει σημαντική απόκλιση από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή. Παρά τις εισροές στα δημόσια ταμεία δεκάδων τρισεκατομμυρίων δραχμών από τα κοινοτικά ταμεία (πάνω από 80 τρισ. δρχ.), από δάνεια (υπόλοιπο δημοσίου χρέους πάνω από 45 τρισ. δρχ.) και από φόρους (πάνω από 40 τρισ. δρχ.) από το 1981 ως σήμερα, μόλις την τελευταία στιγμή επιτεύχθηκε κυρίως μόνο ονομαστική σύγκλιση ορισμένων βασικών οικονομικών μεγεθών, που μοιάζουν κουκκίδα στο ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα. Για τα υπόλοιπα, όπως αποδέχεται και η κυβέρνηση, θα χρειαστούν περίπου δέκα χρόνια προσπάθειας με υψηλό ρυθμό ανάπτυξης.



Ας αρχίσουμε από τα ευχάριστα ή αισιόδοξα:


1. Μικρότερη φορολογική επιβάρυνση: Η χώρα μας εμφανίζεται να έχει μικρότερη φορολογική επιβάρυνση σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ωστόσο ο δείκτης αυτός είναι μάλλον πλασματικός. Κατ’ αρχάς το κατά κεφαλήν εισόδημα αντιπροσωπεύει το 69% του μέσου ευρωπαϊκού, ενώ η φορολογία συγκλίνει συνεχώς (92,3 είναι σήμερα) προς τη μέση ευρωπαϊκή. Υστερα, στην Ευρωπαϊκή Ενωση η παραοικονομία αποτελεί το 15% περίπου του ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος, ενώ στη χώρα μας πάνω από 35%. Για τον λόγο αυτόν στην Ελλάδα κυριαρχούν, παρά τη σημαντική σύγκλιση τα τελευταία χρόνια, οι κοινωνικώς άδικοι, έμμεσοι φόροι και η φοροδιαφυγή, η οποία μάλιστα είναι η κύρια αιτία που τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος υπολείπονται κατά 7-8 ποσοστιαίες μονάδες από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η σημαντική αυτή απόκλιση αποτελεί μείζον πρόβλημα για τη «φορολογική προσέγγιση» της χώρας μας μετά την ένταξή της στο ευρώ, αφού θα αναγκαστεί να μειώσει ακόμη περισσότερο τους φορολογικούς συντελεστές προκειμένου να αντιμετωπίσει τον ευρωπαϊκό φορολογικό ανταγωνισμό και να βελτιώσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Συνεπώς η προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η βελτίωση του μηχανισμού είσπραξης φορολογικών εσόδων και η συρρίκνωση της φοροδιαφυγής αποτελούν το κυριότερο μέλημα της οικονομικής πολιτικής μετά την ένταξη της χώρας μας στη ζώνη του ευρώ.


2. Υψηλή συμμετοχή των μικρομεσαίων στην απασχόληση: Το μήνυμα είναι σαφές. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χώρα μας αποτελούν τον στυλοβάτη της οικονομίας και της απασχόλησης. Για τον λόγο αυτόν η προσπάθεια μείωσης της ανεργίας πρέπει να επικεντρωθεί στον χώρο αυτόν με κίνητρα και χρηματοδοτική ενίσχυση νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.


3. Μακροβιότεροι: Παρά τα πολλά τσιγάρα (θεριακλήδες), τα ποτά (ανταγωνιζόμαστε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) και τα ξενύχτια, οι Ελληνες είναι οι μακροβιότεροι στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτό όμως, από την άλλη πλευρά, συμβάλλει στην επιδείνωση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, το οποίο βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης (αν δεν έχει ήδη καταρρεύσει).


4. Αισιοδοξία για τη ζωή: Οι Ελληνες αγαπούν τη ζωή και γι’ αυτό εμφανίζονται να έχουν τον μικρότερο δείκτη αυτοκτονιών στην Ευρώπη.


* Το χάσμα των αριθμών


Μετά τις ευχάριστες αυτές διαπιστώσεις αρχίζει το χάσμα ­ οικονομικό, αναπτυξιακό, βιοτικό, κοινωνικό ­, το οποίο καταδεικνύεται από τους ακόλουθους δείκτες:


1. Χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ: Παρά τη συνεχή εισροή πόρων και την αύξηση των δημοσίων (καταναλωτικών) δαπανών, το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων είναι χειρότερο από εκείνο του… 1978! Σήμερα το κατά κεφαλήν εισόδημα του Ελληνα υπολείπεται περίπου κατά 31 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό, ενώ το 1978 υπολειπόταν περίπου κατά 28 ποσοστιαίες μονάδες. Αντιθέτως, συνεχή αύξηση παρουσιάζει το κατά κεφαλήν δημόσιο χρέος.


2. Μικρό το ποσοστό των δημοσίων δαπανών: Οι δημόσιες δαπάνες γενικώς υπολείπονται σοβαρά των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Την τραγικότερη απόκλιση (προς κάτω) παρουσιάζουν οι δαπάνες για την υγεία και την παιδεία, ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες είναι υπερδιπλάσιες του μέσου κοινοτικού ποσοστού στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν.


3. Υψηλότερο ποσοστό φτώχειας: Το ποσοστό πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας είναι υψηλότερο στην Ελλάδα από το αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό.


4. Περισσότερες ώρες εργασίας: Περισσότερες είναι στην Ελλάδα οι εβδομαδιαίες ώρες απασχόλησης.


5. Εφιαλτικό το δημογραφικό πρόβλημα: Χαμηλότερος είναι στην Ελλάδα και ο δείκτης γεννήσεων. Αν ληφθεί υπόψη ότι ο δείκτης διατήρησης ή συντήρησης του έθνους είναι 1,5 παιδί ανά Ελληνίδα, ο σημερινός δείκτης 1,32 έχει εξελιχθεί σε εφιάλτη για το δημογραφικό μέλλον της χώρας μας.


6. Γενοκτονία από τα τροχαία δυστυχήματα: Από τα μετρημένα «τρώει» και ο μινώταυρος της ασφάλτου. Τις εφιαλτικές δημογραφικές εξελίξεις επιδεινώνουν οι θάνατοι από τα τροχαία δυστυχήματα, οι οποίοι είναι σχεδόν υπερδιπλάσιοι από τους αντίστοιχους στην Ευρωπαϊκή Ενωση.


7. Λιγότερα αυτοκίνητα: Ευτυχώς που η χώρα μας έχει τα μισά σχεδόν, ανά κάτοικο, ΙΧ αυτοκίνητα! Διότι, αν η Ελλάδα είχε τον ίδιο ευρωπαϊκό δείκτη, ίσως να είχε γίνει ένα απέραντο νεκροταφείο.


8. Ας είναι καλά η γεωργία: Η γεωργία στη χώρα μας συμβάλλει στη διαμόρφωση του ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος κατά ποσοστό που είναι σχεδόν επταπλάσιο από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αντιθέτως η συμμετοχή της βιομηχανίας υπολείπεται σαφώς του αντίστοιχου ευρωπαϊκού, ενώ συνεχώς συγκλίνει προς το ευρωπαϊκό το ποσοστό του τομέα των υπηρεσιών. Τα μηνύματα από τη σύγκριση των δεικτών αυτών είναι εκκωφαντικά για όλους εκείνους που επιμένουν να υποβαθμίζουν τον ρόλο του πρωτογενούς τομέα στη χώρα μας και, αντιθέτως, να θεοποιούν τη σημασία της μεταποίησης για την ελληνική οικονομία.


* Ξυπόλυτη στ’ αγκάθια


Αυτή λοιπόν είναι η πραγματική θέση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αυτές είναι οι δυνατότητες της χώρας μας στη ζώνη του ευρώ. Υπογραμμίζουμε τη λεπτομέρεια αυτή διότι συνήθως σε κάθε ευκαιρία επισημαίνεται από πολλούς, αρμοδίους και μη, σχεδόν μόνον η σημασία της ονομαστικής σύγκλισης ορισμένων βασικών οικονομικών μεγεθών, όπως είναι ο πληθωρισμός, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, το δημόσιο έλλειμμα, το δημόσιο χρέος, η ανεργία και τα επιτόκια. Ολα αυτά είναι σημαντικά και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ένταξης στη ζώνη του ευρώ και την αξιοποίηση των δυνητικών ωφελειών που συνεπάγεται η συμμετοχή της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση. Ωστόσο αυτό που προέχει είναι η πραγματική σύγκλιση, η σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου του Ελληνα προς το αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Για να επιτευχθεί όμως αυτό χρειάζεται να γίνουν πολλά τα επόμενα δέκα χρόνια, που ίσως είναι η κρισιμότερη περίοδος για τη χώρα μας.


ΤΟ ΒΙΟΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΕΕ (1960-1999)


Το βιοτικό επίπεδο της Ελλάδας ως ποσοστό του μέσου ευρωπαϊκού όρου από 43,6% το 1960 διαμορφώθηκε σε 70,8% το 1973, ενώ το 1978 έφθασε στο υψηλότερο ποσοστό (71,7%). Από τότε άρχισε η καθοδική πορεία, η οποία σταμάτησε το 1990, όταν το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων έφθασε το χαμηλότερο ποσοστό (58,4%). Από το 1991 αρχίζει νέα ανοδική πορεία, η οποία συνεχίζεται.