Τελευταία έχει γίνει πολλή συζήτηση γύρω από το θέμα της στήριξης νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών στη χώρα μας. Αναμφίβολα η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικότατα των υπόλοιπων ανεπτυγμένων οικονομιών όσον αφορά τη διάδοση και την ουσιαστική ενθάρρυνση της ιδέας του επιχειρείν, ειδικά στους κλάδους της νέας οικονομίας. Ενώ το ελληνικό επιχειρηματικό δαιμόνιο είναι διεθνώς αναγνωρισμένο, για κάποιον λόγο στην Ελλάδα συναντά μεγάλες δυσκολίες να διοχετευθεί αποτελεσματικά σε νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες.


Πολλοί από αυτούς που έσπευσαν να εξηγήσουν τη δυσάρεστη αυτή πραγματικότητα έστρεψαν την προσοχή τους στο ζήτημα της έλλειψης κεφαλαίων. Συνήθεις ύποπτοι οι ελληνικές εταιρείες venture capital, οι κατ’ εξοχήν δυνητικοί χρηματοδότες μικρομεσαίων, γρήγορα αναπτυσσόμενων εταιρειών, που σύμφωνα με τους επικριτές τους απαρνιούνται τον φυσικό τους ρόλο και προτιμούν να επενδύουν σε ώριμες εταιρείες παρά σε υψηλού κινδύνου νέες επιχειρηματικές προσπάθειες.


Η αλήθεια είναι ότι την τελευταία πενταετία οι ελληνικές εταιρείες venture capital εστίασαν το ενδιαφέρον τους σε επενδύσεις σε ώριμες εταιρείες. Η πολιτική αυτή είχε μία απλή αλλά πειστική εξήγηση. Οι επενδύσεις αυτές, κυρίως εξαιτίας της εντυπωσιακής πορείας του Χρηματιστηρίου τη διετία 1998-1999, συνδύαζαν εξαιρετικά υψηλές αποδόσεις με περιορισμένο επιχειρηματικό κίνδυνο. Οι καιροί όμως αλλάζουν και οι στρατηγικές των εταιρειών venture capital προσαρμόζονται ανάλογα. Από τη μια η διόρθωση του Χρηματιστηρίου και ειδικά της αγοράς των δημοσίων εγγραφών και από την άλλη η παγκόσμια έκρηξη της νέας οικονομίας στρέφουν την προσοχή των ελληνικών εταιρειών venture capital προς τον φυσικό τους χώρο: τη χρηματοδότηση νέων επιχειρήσεων, ειδικά στον κλάδο της υψηλής τεχνολογίας. Το αυξημένο αυτό ενδιαφέρον των ελληνικών εταιρειών venture capital καταδεικνύει ότι στο άμεσο μέλλον ζήτημα έλλειψης κεφαλαίων για χρηματοδότηση νέων επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας δεν αναμένεται να υφίσταται.


Δυστυχώς η ελληνική αγορά παρουσιάζει ακόμη αρκετές στρεβλώσεις που δεν ενθαρρύνουν την αυτόνομη ανάπτυξη μικρομεσαίων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ειδικά στους κλάδους της νέας οικονομίας, και που δεν έχουν καμία σχέση με τη διαθεσιμότητα ή όχι κεφαλαίων. Αναφέρομαι σύντομα σε δύο παραδείγματα:


1. Ελλειψη συνολικής θεσμικής στήριξης καινοτόμων πρωτοβουλιών. Π.χ., δεν υπάρχει ουσιαστικό νομικό πλαίσιο για την εμπορευματοποίηση καινοτόμου έρευνας στα πανεπιστήμια (spin offs). Η εξαιρετικά αυστηρή νομοθεσία περί πτωχεύσεων (από τις αυστηρότερες στην Ευρώπη) συχνά αποθαρρύνει νέες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Η σχετική νομοθεσία περί stock options, το μόνο ουσιαστικό κίνητρο που μια νέα επιχείρηση υψηλής τεχνολογίας μπορεί να δώσει στους εργαζομένους της, παραμένει ακόμη ασαφής και έχει εφαρμοστεί στην πράξη μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις.


2. Συχνά φαινόμενα ολιγοπωλιακών καταστάσεων. Μια δυναμικά αναπτυσσόμενη μικρομεσαία επιχείρηση έχει συχνά να αντιμετωπίσει φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού από μεγαλύτερες και καλύτερα δικτυωμένες επιχειρήσεις. Το κράτος οφείλει να διασφαλίσει με κάθε τρόπο ότι οι νέες αγορές που αρχίζουν να αναπτύσσονται στους κλάδους των πληροφοριών και επικοινωνιών είναι πραγματικά ελεύθερες και ανταγωνιστικές, και ότι οι νέες εταιρείες θα παίξουν με τους ίδιους όρους με τους μεγάλους του κλάδου. Αν στις αγορές αυτές αφεθούν να κυριαρχήσουν λίγοι μεγάλοι παίκτες, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι το μέγεθός τους και τις προσβάσεις τους δεν επιτρέπουν σε μικρές νέες εταιρείες να αναπτυχθούν δυναμικά και αυτόνομα, τότε το μέλλον τής δυναμικά αναπτυσσόμενης μικρομεσαίας επιχείρησης στη χώρα μας θα διαγραφεί ζοφερό.


Ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης είναι διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Επιχειρηματικών Συμμετοχών, της εταιρείας venture capital του ομίλου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.