Είναι δυνατόν μια αποτελεσματική διαχείριση των πόρων να είναι μη ανταγωνιστική; Είναι δυνατόν μια επιχείρηση που λειτουργεί με αποτελεσματικές συνθήκες παραγωγής, με τις καλύτερες τεχνολογικές μεθόδους και στο χαμηλότερο κόστος παραγωγής να μην μπορεί να ανταγωνιστεί στο περιβάλλον της; Σε τι διαφέρουν οι δύο έννοιες αποτελεσματικότητα και ανταγωνιστικότητα; Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που τίθενται όταν προσπαθούμε να εξετάσουμε σε πρακτικό επίπεδο τη διαφορά ανάμεσα στην αποτελεσματική διαχείριση των πόρων και στην ικανότητα των επιχειρήσεων να ανταγωνιστούν με επιτυχία.


Ας ξεκινήσουμε με ένα απλό παράδειγμα από μια τελείως διαφορετική παραγωγική διαδικασία: Πώς η αποτελεσματική παραγωγή επιστημονικής γνώσης παρεμποδίζεται από την έλλειψη ανταγωνιστικότητας; Εμποδίζει τίποτε τον Αϊνστάιν να πετύχει στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της φυσικής επιστήμης; Προφανώς όχι. Αξιοποιεί στο μέγιστο τις παραγωγικές ικανότητές του, δημιουργεί, αναγνωρίζεται και γίνεται περιζήτητος ή σύμφωνα με την ορολογία μας ανταγωνιστικός.


Τι θα γινόταν στην περίπτωση που το ίδιο άτομο λειτουργούσε σ’ ένα πανεπιστήμιο που διέθετε: συναδέλφους χωρίς αντίστοιχες ικανότητες φοιτητές χωρίς ανταγωνιστικά κίνητρα για μάθηση πανεπιστημιακή γραμματεία που υπολειτουργούσε στην υποστήριξη των διοικητικών δραστηριοτήτων και τέλος ελλείψεις στην αναγκαία υποδομή; Στην καλύτερη περίπτωση δεν θα επέδιδε τα μέγιστα, στη χειρότερη επειδή θα λειτουργούσε μη αποτελεσματικά θα μετακόμιζε σε άλλο πανεπιστήμιο.


Τι κάνει τώρα κάποιος καθηγητής που δεν θέλει να λειτουργήσει ανταγωνιστικά επειδή δεν διαθέτει παραγωγικούς πόρους με υψηλή αποτελεσματικότητα; Περιορίζει την ανταγωνιστικότητα του περιβάλλοντος. Και επειδή δεν του πρέπει να το εκφράζει από μόνος του, τις μεθοδεύει μέσω των σχέσεών του με την κρατική εξουσία.


Ωσπου ανοίγουν οι αγορές των πανεπιστημιακών υπηρεσιών και βέβαια όλοι οι πανεπιστημιακοί παραγωγοί ξεχνούν την έλλειψη αποτελεσματικότητας και συζητούν για αδυναμία του συστήματος σε θέματα ανταγωνιστικότητας. Επειδή οι μισθοί των πανεπιστημιακών, λέμε, δεν είναι ανταγωνιστικοί, επειδή η υποδομή στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν είναι όπως αλλού, επειδή το Δημόσιο ελέγχει τα πάντα, γι’ αυτό και μόνο δεν μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί. Ας μεταφέρουμε το πανεπιστημιακό σκηνικό στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Τι εμποδίζει μια αποτελεσματική επιχείρηση, δηλαδή μια παραγωγική μηχανή που διαχειρίζεται με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο τους συντελεστές της παραγωγής, να είναι με άλλα λόγια ανταγωνιστική; Αντικειμενικά τίποτε. Και αν στα εθνικά πλαίσια υπάρχουν συνθήκες που δεν το ευνοούν, γνωρίζει ότι οι επενδύσεις της θα αποδώσουν εκεί όπου το σύστημα είναι ανταγωνιστικό.


Αν τώρα οι εθνικοί πόροι μεταναστεύσουν από πλευράς αποτελεσματικότητας και άρα και κερδοφορίας η έννοια της ανταγωνιστικότητας του περιβάλλοντος δεν μας ενδιαφέρει. Σε μια ακραία περίπτωση θα ζούμε όπως οι χώρες του Κόλπου όταν τελειώσει το πετρέλαιο.


Αν όμως κάποια στιγμή στο παρελθόν επιδιώξαμε, Δημόσιο και επιχειρηματική κοινότητα, να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο μη ανταγωνιστικό για να περιχαρακώσουμε τα συμφέροντά μας, όπως «υποθετικά» η πανεπιστημιακή κοινότητα του παραδείγματος, και τώρα βλέπουμε ότι ο ανταγωνισμός αλλάζει το τοπίο, έχουμε ατομικές ευθύνες. Σε πρώτη φάση αποδεχόμενοι ότι, αν το σημερινό περιβάλλον δεν ευνοεί την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, αυτό οφείλεται στην ικανότητά μας να πείθουμε τις κυβερνήσεις στο παρελθόν ή ακόμη και σήμερα στο πώς θα συρρικνώνουν τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των επιχειρήσεων του εξωτερικού έναντι των ελληνικών. Δεύτερον, αντιλαμβανόμενοι ότι αυτή η πολιτική δεν μπορεί να δημιουργήσει θερμοκήπια οικονομικής ανάπτυξης. Θα δημιουργήσει, όπως επεδείχθη, θερμοκήπια υπανάπτυξης. Και, τέλος, αν μας ενδιαφέρει να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, ας επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας. Και αν οι συνθήκες στα εθνικά όρια δεν το ενισχύουν, ας μεταναστεύσουμε. Διότι όσο το κόστος των επιλογών δεν αναδεικνύεται αλλά απλώς διατυπώνεται ως παρατήρηση ή υπόδειξη τόσο το σύστημα δεν αντιδρά ώστε να προσαρμοστεί στα νέα ανταγωνιστικά πλαίσια και τόσο η χώρα υποβαθμίζεται.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.