Είχαμε πιστέψει ότι ο πληθωρισμός αποτελεί παρελθόν. Είχαμε πιστέψει ότι η μακροοικονομική ισορροπία είχε επιτευχθεί και η οικονομική σταθερότητα στο επίπεδο των τιμών θα προσαρμοζόταν στα λοιπά ευρωπαϊκά δεδομένα. Είμαστε πολύ κοντά στους στόχους και η οικονομική σταθερότητα σε έναν μεγάλο βαθμό είχε εξασφαλιστεί, αφού διατηρήθηκε αμετάβλητη και η κυβερνητική εντολή.


Για μία ακόμη φορά κάναμε ένα βασικό λάθος. Πιστέψαμε ότι τα πάντα στην οικονομία κανονίζονται πολιτικοοικονομικά και όχι με βάση τις αγορές και τις συναλλαγές. Πιστέψαμε ότι οι επιτυχίες στα οικονομικά μεγέθη δεν χάνονται αν εξασφαλιστούν. Αν μπούμε στην ΟΝΕ, διατύπωνε πρόσφατα μεγάλος τραπεζίτης στην τηλεόραση, ο πληθωρισμός θα είναι σύμφωνα με τα επίπεδα που παρατηρούνται σήμερα στις άλλες χώρες. Σε καμία περίπτωση όμως, όπως διαμορφωνόταν ως τώρα.


Δεν είναι το πρόβλημα, λέει η Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, το ότι επανήλθαμε στο επίπεδο του 4%. Το θέμα είναι ότι το τμήμα του πληθωρισμού που δεν επηρεάζεται από απρόοπτα γεγονότα (π.χ. πετρέλαιο ή οπωροκηπευτικά) δεν είναι στο 2%, όπως υπολογίζει το ΥΠΕΘΟ, αλλά στο 2,7%. Υπάρχει εγγενής αντίδραση του συστήματος να ενισχύσει την πτώση των τιμών. Και αυτό δικαιολογημένα πρέπει να μας ανησυχεί. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν η νομισματική πολιτική σε έναν μήνα θα πάψει να έχει τη δυνατότητα επηρεασμού του συστήματος που διέθετε ως τώρα. Οπως ορθά λοιπόν διατυπώνει η ΤτΕ, όσα μπορούσαμε να πετύχουμε με τη νομισματική πολιτική τα πετύχαμε. Από εδώ και πέρα η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στο ΥΠΕΘΟ και είναι καλό να γνωρίζει ότι οι εξελίξεις δεν το ευνοούν.


Γιατί όλα αυτά τώρα; θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος που υποστήριζε πριν από λίγους μήνες την κυβερνητική σταθερότητα. Τι φταίει και δεν μας καλύπτει το γεγονός ότι έχουμε στη διακυβέρνηση τους ίδιους που πέτυχαν την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ; Δεν πρόσεξαν όσο έπρεπε; Προέκυψαν θέματα όπως το πετρέλαιο ή το δολάριο που ούτε μπορούσαν να τα προβλέψουν αλλά και ούτε μπορούσαν να τα επηρεάσουν; Ή άλλαξαν πολιτική;


Κατ’ αρχάς κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με το απρόβλεπτο των εξελίξεων. Αν θυμάμαι καλά, εδώ και αρκετούς μήνες πολλοί οργανισμοί που παρακολουθούν την οικονομία χωρίς πολιτικές παρωπίδες είχαν διατυπώσει με σαφήνεια τους κινδύνους που τώρα αντιμετωπίζουμε (βλέπε για παράδειγμα τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ στις αρχές του έτους). Αντίστοιχους φόβους όμως είχε διατυπώσει και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος στην ετήσια έκθεσή του. Επομένως οι κίνδυνοι υπήρχαν.


Επίσης οι αναγκαιότητες στις παρεμβάσεις οικονομικής πολιτικής δεν ήταν άγνωστες σε κανέναν. Είναι άνευ ουσίας να επαναλάβουμε ότι η ενδεδειγμένη πολιτική συνίσταται σε απελευθέρωση των αγορών και διαρθρωτικές αλλαγές. Εχει διατυπωθεί από όλους σε κάθε επίπεδο.


Αλλο όμως λόγια και άλλο έργα. Και στα έργα η στροφή που παρατηρείται στην κυβερνητική πολιτική στα συγκεκριμένα δύο θέματα είναι και δεδομένη και εμφανής. Η κυβέρνηση εδώ και αρκετό καιρό ακολουθεί αδικαιολόγητα οικονομική πολιτική που αντιβαίνει στην πρόθεσή της για συγκράτηση του πληθωρισμού. Και η πολιτική αυτή περιγράφεται ως πολιτική υπέρ των επιχειρήσεων αντί υπέρ του ανταγωνισμού. Το σύστημα λοιπόν άρχισε να ωριμάζει και οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης πολιτικής επηρεάζουν τις τιμές. Μείωση του ανταγωνισμού και δημιουργία εθνικού προστατευτισμού ευνοεί τον πληθωρισμό. Για οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη η πολιτική είναι μία: ανταγωνισμός σε όλα τα επίπεδα και για όλους.


Δεν υπάρχουν δικές μας επιχειρήσεις και ξένες. Δεν υπάρχουν κακοί επιχειρηματίες που κάνουν υπερκέρδη και καλοί που ακούγοντας την κυρία Αποστολάκη συγκρατούν τις τιμές. Δεν υπάρχουν δημόσιες επιχειρήσεις που πρέπει να κρατήσουν τα μονοπώλιά τους γιατί θα διατηρήσουμε την απασχόληση με νεκρές θέσεις εργασίας. Εφόσον οι επιχειρήσεις μας δεν ανταγωνίζονται στις διεθνείς αγορές, όπως της Σινγκαπούρης και του Χονγκ Κονγκ, οι τιμές πέφτουν μόνο με ανταγωνισμό. Αντιλαμβανόμαστε προστασία σε διεθνές επίπεδο. Στην εσωτερική αγορά όμως η μόνη προστασία είναι ο ανταγωνισμός. Από όποιον και αν προέρχεται. Τι έγινε με την Cosmote στην κινητή; Τι έγινε με τις αεροπορικές γραμμές στην εσωτερική αγορά; Τι γίνεται σε όλες τις αγορές όταν δεν υπάρχουν συμφωνίες είτε κάτω από το τραπέζι είτε πάνω, και μάλιστα παρουσία υπουργού; Πέφτουν οι τιμές και βελτιώνονται οι ποιότητες.


Αν θέλουμε συγκράτηση των τιμών, ας αλλάξουμε πολιτική και αντί υπέρ των επιχειρήσεων ας ταχθούμε υπέρ του ανταγωνισμού. Αν θέλουμε παγκόσμια διείσδυση, ας χρησιμοποιούμε τα εγχώρια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και όλοι μαζί, επιχειρήσεις και κυβέρνηση, ας προωθήσουμε τις δικές μας επιχειρήσεις παγκοσμίως. Αν τώρα κάνουμε για εσωτερική κατανάλωση το αντίθετο, το μόνο που θα συμβαίνει είναι πληθωρισμός.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.