Στη ΜΕΤΑΒΑΣΗ από τον 20ό στον 21ο αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



Ο κλάδος των ζυμαρικών αποτελεί έναν από τους ιστορικώτερους της ελληνικής αγοράς, οι απαρχές του οποίου χάνονται στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Η αναφορά περί της «Φάμπρικας Μακαρουνίων» που λειτουργούσε στο Ναύπλιο το 1824 και… ενοχλούσε τους γραφείς του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, η οποία σώζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, είναι και η μοναδική που δείχνει το βάθος του χρόνου στην εξέλιξη του κλάδου.


Η επόμενη ιστορική αναφορά γίνεται στα 1888, όταν δημιουργείται στον Πειραιά η ατμοκίνητη και γι’ αυτό πρωτοποριακή στην εποχή της Βιοτεχνία Ζυμαρικών των αδελφών Αναγνωστόπουλου-Κουμάνταρου-Καπράλου. Βέβαια, ο κλάδος των ζυμαρικών έχει μια ιδιομορφία που τον ξεχωρίζει από άλλους παραγωγικούς κλάδους: στην πρώτη περίοδο της εμφάνισής του ήταν συμπληρωματικός των αλευρόμυλων. «Συνηθιζόταν τότε οι βιοτεχνίες ζυμαρικών να μην είναι αυτοτελείς, αλλά παραρτήματα των αλευρόμυλων» (Τα Ελληνικά Ζυμαρικά, Τ. Γιαννακόπουλος, Αθήνα 1980). Η κλαδική συγκρότηση της παραγωγής ζυμαρικών προσδιορίζεται μετά τους βαλκανικούς πολέμους και η ανάπτυξή της, που παρουσιάζεται στη διάρκεια του μεσοπολέμου, διακόπτεται από την κατοχή.


Η επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας Κίκιζα που άρχισε μόλις το 1920, δεν είχε καμία σχέση με αυτό που έγινε αργότερα, αφού στην ιστορική μνήμη των Αθηναίων (αλλά και στη λαϊκή μούσα) είναι καταγεγραμμένη ως το μεγαλύτερο προπολεμικό «σούπερ μάρκετ» της εποχής. Εξάλλου, τα «παιχνίδια της ιστορίας είναι αυτά που την κάνουν «γοητευτική».


* Από το Ελαιοχώρι της Αρκαδίας


Αρχίζει λοιπόν στο Ελαιοχώρι της Αρκαδίας όταν τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του Γ. Κίκιζα ανοίγουν ένα μικρό εμπορικό κατάστημα με ψιλικά και τρόφιμα δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό. Το 1925 ο μεγαλύτερος από τα αδέλφια, ο Αθανάσιος Κίκιζας, έρχεται στην Αθήνα και ανοίγει κατάστημα τροφίμων στην οδό Λένορμαν και Παλαμηδίου, στο Μεταξουργείο και το 1931 ανεβαίνει και ο Αλέξανδρος Κίκιζας. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα χρόνια και το εμπορικό κατάστημα του Μεταξουργείου απέκτησε τέτοια φήμη που έδωσε το όνομά του στη γειτονιά («η γειτονιά του Κίκιζα»). Τότε μάλιστα έφθασε να απασχολεί προσωπικό 35 ατόμων, είχε τέσσερα ταμεία, φέρνοντας μάλιστα από την Αμερική τις πρώτες ταμειακές μηχανές. Ενα στοιχείο μάλιστα που δείχνει και την επιτυχία του για την εποχή ήταν ότι δεν είχε «βερεσέδια»… Την ίδια περίοδο οι δουλειές ανοίγουν και η οικογένεια Κίκιζα δημιουργεί και ποτοποιία, ενώ διαθέτει και κυλινδρόμυλο. Λίγα χρόνια αργότερα η οικογένεια αποκτά την πρώτη σχέση της με τη μακαρονοποιία και παράγονται τα πρώτα «ιδιωτικής ετικέτας» ζυμαρικά. Απέναντι από το Φιξ, στη λεωφόρο Συγγρού, λειτουργούσε το μακαρονοποιείο Δήμητρα. Η πρώτη λοιπόν συμφωνία ήταν η παραγωγή ζυμαρικών με την επωνυμία Κίκιζας, τα οποία και πωλούνταν στο κατάστημα. Το 1938 όμως συνεταιρίζονται, και ο Αλέξανδρος Κίκιζας αναλαμβάνει τη διεύθυνση του μακαρονοποιείου, το οποίο βέβαια κλείνει στη διάρκεια της κατοχής, εν αντιθέσει με το κατάστημα που υπολειτουργεί. Το 1947 οι αδελφοί Κίκιζα αποφασίζουν να χωρίσουν τις δραστηριότητές τους. Ετσι ο Αθανάσιος ανέλαβε τον κυλινδρόμυλο, ο Δημήτριος το κατάστημα και την ποτοποιία, ενώ οι Αλέξανδρος και Γρηγόριος δημιούργησαν μονάδα παραγωγής ζυμαρικών στην περιοχή της Κολοκυνθούς με την επωνυμία ΒΕΖΑΚ (Βιομηχανία Εκλεκτών Ζυμαρικών Αδελφών Κίκιζα). Τότε αρχίζει ουσιαστικά και η επιχειρηματική σταδιοδρομία της οικογένειας στον κλάδο των ζυμαρικών.


* Κλειδί το δίκτυο


Την περίοδο εκείνη στην ελληνική αγορά λειτουργούσαν 120 εργοστάσια ζυμαρικών, από τα οποία τα 39 στην περιοχή της Αττικής. Ο όγκος παραγωγής του κλάδου από το 1949 ως και το 1952 κυμαίνεται από 31.000 ως και 35.500 τόνους και το σύνολο σχεδόν των επιχειρήσεων ήταν τοπικής εμβέλειας. Το 1954 ο Γρηγόριος Κίκιζας αποχωρεί από την επιχείρηση, η οποία πλέον περνά ολοκληρωτικά στα χέρια του Αλέξανδρου και δύο χρόνια αργότερα, το 1956, η εταιρεία μετονομάζεται σε Μέλισσα και αρχίζει ο εκσυγχρονισμός της. Ετσι γίνεται η πρώτη παραγγελία για την τοποθέτηση αυτόματης πρέσας παραγωγής από την Ιταλία και τρία χρόνια αργότερα, το 1959, εγκαθίσταται νέα υπερσύγχρονη αυτόματη γραμμή παραγωγής και ξήρανσης μακαρονιών, από τις πρώτες που τοποθετήθηκαν στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα η κατανάλωση αρχίζει να αυξάνεται. Ωστόσο το δίκτυο της εταιρείας παραμένει περιορισμένο. Τα προϊόντα της δεν διακινούνται πέραν της Αττικής και της Πελοποννήσου. Παρ’ όλα αυτά βρίσκεται στην έβδομη θέση τόσο το 1957 (2.422 τόνοι) όσο και το 1958 (3.246 τόνοι). Το 1959 περνά στην έκτη θέση με 3.700 τόνους. Καταγεγραμμένες αναφέρονται 31 επιχειρήσεις ανά την Ελλάδα. Υστερα από δύο χρόνια, το 1961, η Μέλισσα ανεβαίνει στην πέμπτη θέση με 4.760 τόνους παραγωγής. Το γεγονός αυτό αναγκάζει τον Αλ. Κίκιζα τον επόμενο χρόνο, το 1962, να εγκαταστήσει δεύτερη γραμμή παραγωγής και να επεκτείνει το εργοστάσιο για τρίτη φορά. Το 1965 ο Αλ. Κίκιζας αποβιώνει και τη γενική διεύθυνση αναλαμβάνει η σύζυγός του. Το 1967 όταν τοποθετούνται οι αυτόματες μηχανές συσκευασίας, η εταιρεία έχει ήδη κερδίσει τη δεύτερη θέση με 6.725 τόνους παραγωγής. Η εταιρεία πλέον κερδίζοντας όλο και μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης στην ελληνική αγορά τοποθετεί το 1969 νέα γραμμή παραγωγής κοφτών ζυμαρικών και επεκτείνει για πέμπτη φορά τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου στην περιοχή της Κολοκυνθούς. Παράλληλα, έχει αρχίσει δειλά δειλά την πρώτη εξαγωγική δραστηριότητά της. Μάλιστα, το 1972, εξάγει τους πρώτους 32 τόνους στην άκρως απαιτητική αμερικανική αγορά με την επωνυμία Krinos Foods και τον επόμενο χρόνο προχωρά στην καθετοποίηση της επιχείρησης, δημιουργώντας τον κυλινδρόμυλο Μυλ-Μελ στη Λάρισα και το 1975 η γενική διεύθυνση πλέον της εταιρείας περνά στα χέρια του κ. Γ Κίκιζα. Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 η Μέλισσα έχει σταθεροποιηθεί στις πρώτες θέσεις του κλάδου, ο οποίος έχει πλέον συρρικνωθεί σε λιγότερες από 20 επιχειρήσεις, ωστόσο η παραγωγή της βρίσκεται ελαφρώς πάνω από τους 6.000 τόνους ετησίως και η απόσταση από την πρώτη εταιρεία του κλάδου, την Μίσκο, έχει μεγαλώσει εντυπωσιακά. Το 1977 όμως η βιομηχανία ζυμαρικών Ντεβέτα του Βόλου κλείνει και το σήμα της μαζί με το δίκτυο πωλήσεων εξαγοράζεται από την Α. Κίκιζας ΑΕ, γεγονός που σηματοδοτεί τη συγκρότηση πανελλαδικού δικτύου πωλήσεων. Τον επόμενο χρόνο κατορθώνει έτσι να βρεθεί ξανά στη δεύτερη θέση και η παραγωγή της να υπερβεί τους 7.000 τόνους. Προσωρινά όμως. Το 1980, χρονιά που η Ελλάδα εντάσσεται στην ΕΟΚ, η εταιρεία μεταφέρει το εργοστάσιό της από την Αθήνα στη Λάρισα και το 1982, πρώτη από ολόκληρο τον κλάδο, αναλαμβάνει τις αντιπροσωπείες δύο φημισμένων ιταλικών ομίλων ζυμαρικών, της Barilla και της Star. Καθ’ όλη τη δεκαετία του 1980 η θέση της εταιρείας στον κλάδο παίζει μεταξύ της τρίτης και της τέταρτης θέσης, ενώ η παραγωγή της πλησιάζει το 1990 τους 10.000 τόνους ετησίως.


* Ανακατατάξεις στα τρόφιμα


Εναν χρόνο νωρίτερα και ενώ ο κλάδος των τροφίμων βρίσκεται στο επίκεντρο των ανακατατάξεων, η Μέλισσα-Κίκιζας ΑΕ παραχωρεί το 25% στον ως τότε απλό συνεργάτη της, στην ιταλική Star και λίγους μήνες αργότερα όταν εξαγοράζεται από κοινού η εταιρεία Πελαργός, το ποσοστό των Ιταλών αυξάνεται στο 45%. Το 1990 είναι χρονιά αναδιοργάνωσης, εκσυγχρονισμού και επέκτασης και στη νέα δεκαετία η εταιρεία αυξάνει την παραγωγή της πλησιάζοντας τους 12.000 τόνους ετησίως. Οι δραματικές ανακατατάξεις που συντελούνται στην αγορά των τροφίμων και φυσικά των ζυμαρικών, όταν η μία μετά την άλλη οι επιχειρήσεις είτε κλείνουν είτε συρρικνώνονται, η Μέλισσα κατορθώνει να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις εξελίξεις και να βρεθεί λίγο πριν το τέλος του αιώνα στη δεύτερη θέση αποτελώντας το αντίπαλον δέος της εξαγορασθείσας από τους Ιταλούς πλέον Misko-Barilla. Βεβαίως, αναδιαρθρώνοντας την παραγωγική της δραστηριότητα (πουλάει στη Unilever τον κλάδο των τοματικών προϊόντων, εξαγοράζει από τη Star τη συμμετοχή των Ιταλών ώστε η οικογένεια Κίκιζα ελέγχει πλέον το 100% της επιχείρησης, εξαγοράζει την παραπαίουσα Stella) καθετοποιεί πλήρως την επιχείρηση. Τώρα πλέον ο όγκος της παραγωγής της ανέρχεται στους 50.000 τόνους ετησίως κατέχοντας το 40% περίπου της ελληνικής αγοράς ζυμαρικών, ενώ από αυτούς οι 10.000 τόνοι εξάγονται σε περίπου 15 αγορές.


Ο «πόλεμος» πια στην αγορά γίνεται ουσιαστικά μεταξύ των δύο που συγκεντρώνουν περίπου το 80% της αγοράς. Η απόσταση από το μεγαλύτερο μπακάλικο της Αθήνας του μεσοπολέμου και τη «γειτονιά του Κίκιζα» σε ένα από τα μεγαλύτερα «μακαρονάδικα» της Ελλάδας απέχει μόνο… 70 χρόνια, αφού έτσι κι αλλιώς ο 21ος αιώνας αρχίζει με τους καλύτερους οιωνούς για τη Μέλισσα.