Για πολλές δεκαετίες και παρ’ όλες τις περί του αντιθέτου νουθεσίες των οικονομολόγων, στην άσκηση της μικροοικονομικής πολιτικής μονίμως επαναλαμβάνεται σαν επωδός το κλασικό ενδιαφέρον για την πορεία των επιχειρήσεων και την προσπάθεια ενίσχυσής τους από τα κρατικά θησαυροφυλάκια. Η ιστορία ξεκινάει την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης, όπου γνωστοί οικονομικοί σύμβουλοι του Μεσοπολέμου εισηγούνται ενίσχυση των επιχειρήσεων λόγω του νηπιακού μεγέθους τους. Συνεχίζεται την περίοδο της δικτατορίας, όταν η ενίσχυση αποκτά για πρώτη φορά συναρτησιακή μορφή απεικονίζοντας πολιτικοοικονομικές διασυνδέσεις. Η δεκαετία του ’80 μάς βρίσκει με την περίοδο των προβληματικών, όπου καταφέρνουμε να επιβραβεύσουμε τις επιχειρηματικές αποτυχίες. Η κυβέρνηση εκείνης της περιόδου θεωρεί ότι οφείλει να προσέχει τις επιχειρήσεις καθώς θεωρεί ότι εκτός από το να γνωρίζει να κυβερνά γνωρίζει και να διοικεί οικονομικούς οργανισμούς υπό συνθήκες ανταγωνισμού. Τα αποτελέσματα ακόμη είναι νωπά. Κομματικά στελέχη που μετατρέπονται σε managers, ελλείμματα, σωρεία στρεβλώσεων, σπατάλες και πτωχεύσεις.


Δεν αποτελεί υπερβολή η άποψη που διατυπώνεται πλέον ότι τελικά το ανέκδοτο των κρατικοποιήσεων στοίχισε στη χώρα όσο προβλέπεται να στοιχίσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Και μάλιστα χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Απλά ήρθε και πέρασε προσθέτοντας σωρεία κινήτρων δήθεν αναπτυξιακού χαρακτήρα, σωρεία σπάταλης διαχείρισης και στρεβλών παρεμβάσεων στις οικονομικές επιλογές, σωρεία ιδιωτικών συναλλαγών και πολιτικοοικονομικών διασυνδέσεων, σωρεία δηλαδή προβλημάτων που σήμερα τα έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ και δεν μπορούμε να τα καταργήσουμε. Το αποτέλεσμα είναι ότι δημιουργήσαμε μια κοινωνία εμπλεκόντων και εμπλεκομένων. Ετυχε να ανήκω σε μια γενιά οικονομολόγων που στα σχολεία τους έμαθαν το τελείως αντίθετο από αυτό που για σειρά δεκαετιών εφαρμόζουμε ως οικονομική πολιτική. Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, η οικονομική πολιτική δεν ασκείται για τις επιχειρήσεις ούτε πολύ περισσότερο για τους επιχειρηματίες. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η αγορά ισάξια, δηλαδή και οι καταναλωτές και οι παραγωγοί. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ποια είναι τα κίνητρα και ποιες οι επιδιώξεις όλων όσοι ασκούν την πολιτική με τις αρχές που γνωρίσαμε ως τώρα.


Οι αγορές θεωρούμε ότι πρέπει να λειτουργούν όσο καλύτερα μπορούν. Οι αγορές πρέπει να συντονίζονται από τους φορείς άσκησης κυβερνητικής πολιτικής ώστε να λειτουργούν σύμφωνα με τους στόχους. Η παρέμβαση οφείλει να είναι όσο πιο ουδέτερη και αμερόληπτη μπορεί και σε γενικό επίπεδο να μεροληπτεί μόνο υπέρ των αγορών. Ποτέ όμως υπέρ των επιχειρήσεων ή ακόμη περισσότερο υπέρ ατόμων που διαχειρίζονται δημόσια ή και ιδιωτική περιουσία. Διαφορετικά, όταν μπορούμε να ασκούμε οικονομική πολιτική υπέρ ή κατά κάποιων επιχειρήσεων ή/και επιχειρηματιών, μπορούμε πολύ εύκολα να απαιτούμε και μέρος του οφέλους που προκύπτει σε όσους ευνοούνται είτε έμμεσα είτε άμεσα από εμάς.


Πώς όλα όσα περιγράψαμε ως τώρα συνδέονται με τα καθημερινά; Κατά τη γνώμη μου το ερώτημα που αναδεικνύεται από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι ένα: Γιατί μας ενδιαφέρουν οι επιχειρήσεις και όχι οι αγορές; Γιατί μας ενδιαφέρουν, για παράδειγμα, οι Μινωικές και όχι η ακτοπλοΐα; Γιατί μας ενδιαφέρει η Ιντρακόμ και όχι οι τηλεπικοινωνίες; Γιατί ασχοληθήκαμε με την ΟΑ, τη Λάρκο, την ΕΑΒ, την ΕΒΟ, την ΕΛΒΟ κ.ά. και δεν ασχοληθήκαμε με τις αερομεταφορές, την αγορά σιδηρονικελίου, την αγορά των αεροπορικών επισκευαστικών υπηρεσιών κ.ά. Απειρα τα παραδείγματα και μόνιμη η συμπεριφορά.


Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην ουσία ταυτίζουμε την αγορά με την επιχείρηση και τον επιχειρηματία. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η ενέργεια αυτή μάς επιτρέπει να γνωρίζουμε σε ποιον απευθυνόμαστε. Μπορούμε ακόμη και να τον πάρουμε στο τηλέφωνο για να του εξηγήσουμε τι σκοπεύουμε να κάνουμε. Αποτελεί όμως η συγκεκριμένη μεθοδολογία συνεπή μορφή άσκησης οικονομικής πολιτικής; Ή προσθέτει μία ακόμη στρέβλωση; Το παρελθόν είναι πολύ βαρύ για να το αλλάξουμε. Αλλά ακόμη πιο δύσκολο είναι να κατανοήσουμε ότι άλλο στρεβλές αγορές και άλλο στρεβλές καταστάσεις για ορισμένους επιχειρηματίες και επιχειρήσεις. Στην πρώτη παρεμβαίνουμε ενώ στη δεύτερη τούς αφήνουμε στη μοίρα τους και στον έλεγχο του ανταγωνισμού. Εκτός και αν λέμε ότι ασχολούμαστε με τις επιχειρήσεις για να μπορούν εκείνες να κάνουν ό,τι θέλουν.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.