Η κινεζική φιλοσοφία, σύμφωνα με τον Lao Tzu, διδάσκει: «Διοίκησε τη χώρα με ορθότητα… Κυβέρνησε την αυτοκρατορία με τρόπο ώστε να μην εμπλακείς σε καμία δραστηριότητα… Οσο περισσότερες προκαταλήψεις και απαγορεύσεις υπάρχουν στον κόσμο τόσο φτωχότεροι γίνονται οι άνθρωποι… Οσο περισσότεροι νόμοι και διαταγές ανακοινώνονται τόσο περισσότεροι κλέφτες και λωποδύτες θα υπάρχουν… Γι’ αυτό και ο περισπούδαστος λέει: Δεν κάνουμε τίποτα και αφήνουμε τα άτομα μόνα τους να μετασχηματίζονται… Οσο δε δεν θα αναλαμβάνουμε δράσεις τόσο εκείνα από μόνα τους θα πλουτίζουν…». Αισίως λοιπόν, με καθυστέρηση ενός χρόνου, αναλαμβάνουμε να εκτελέσουμε το Γ’ Κοινοτικό Πρόγραμμα Στήριξης. Αν δεχθούμε την άποψη των περισσοτέρων που θέλει το συγκεκριμένο να είναι και το τελευταίο, οφείλουμε να εξετάσουμε κατά πόσον οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν στα δύο προηγούμενα απέδωσαν.


Το βασικό στοιχείο που προκύπτει από την ως σήμερα εμπειρία σχετικά με την εκτέλεση των ΚΠΣ είναι ότι αν δεν αλλάξουν οι τυπικές διαδικασίες που ακολουθήθηκαν στα δύο προηγούμενα προγράμματα και πάλι δεν θα μπορέσουμε να απορροφήσουμε τα ποσά σύμφωνα με τις προβλέψεις. Και επιπλέον, όπως τουλάχιστον διδάσκει η ιστορία, πολλά από τα έργα θα μείνουν ημιτελή. Είναι λοιπόν άλλο να ανακοινώνουμε περιχαρείς επενδυτικά προγράμματα δεκάδων τρισεκατομμυρίων και άλλο να ζητάμε παράταση για να δαπανήσουμε βιαστικά τα κεφάλαια. Το πρώτο έχει νόημα όταν δεν συμβαίνει το δεύτερο.


Σε ποιο σημείο όμως οι διαδικασίες δεν επαρκούν ή, καλύτερα, είναι ατελέσφορες; Κατά τη γνώμη μου, τα πάντα σκαλώνουν στο θέμα της ανάθεσης για διεκπεραίωση μεγάλων και σε διευρυμένη έκταση κονδυλίων σε συγκεκριμένους υπαλλήλους του Δημοσίου. Και χωρίς να γνωρίζουμε τη σκέψη του κινέζου διανοητή, νομίζουμε ότι αν απλώς αναθέτουμε στο Δημόσιο τη διαχείριση όλων αυτών των τεραστίων κεφαλαίων πρέπει να περιμένουμε ότι θα πλουτίσει η κοινωνία μας. Λάθος. Οπως σωστά προβλέπει ο Lao Tzu, τότε πλουτίζουν ορισμένοι, αφού ένα πλήθος έργων δεν θα ολοκληρωθεί έστω κι αν τα ποσά θα έχουν δαπανηθεί. Υπήρχε εναλλακτικό σενάριο στις διαδικασίες, το οποίο θα μπορούσε να φέρει καλύτερα αποτελέσματα; Προφανώς εκείνο που ακολουθεί ο ιδιωτικός τομέας σε αντίστοιχες περιστάσεις: προσλαμβάνει έναν γενικό υπεύθυνο και του αναθέτει την παρακολούθηση του έργου. Το κάναμε στα Σπάτα και έχουμε αεροδρόμιο, αποφασίσαμε να το κάνουμε με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και ενώ αποτελεί την τελευταία μας επιλογή για να έχουμε αγώνες στην Ελλάδα το τορπιλίζουμε γιατί δεν συμφωνούμε με τους μισθούς. Οπως έχω γράψει και σε προηγούμενο σχόλιό μου, αν θέλουμε τα κεφάλαια του ΚΠΣ-3 να μην αξιοποιηθούν από τις άλλες χώρες του Νότου μένοντας ανενεργά από εμάς, πρέπει να μεταφέρουμε εγκαίρως αποφασιστικές αρμοδιότητες σε ανεξάρτητους από τη δημόσια διοίκηση φορείς ιδιωτικών συμφερόντων. Οχι όμως, όπως ως σήμερα, σε απλούς διαχειριστές των έργων ούτε σε άτομα που έχουν προσληφθεί για να κάνουν τη γραφειοκρατική δουλειά που ακόμη και αυτήν αδυνατεί να κάνει το Δημόσιο. Επιβάλλεται η ανάθεση της διαχείρισης παρακολούθησης και εκτέλεσης των έργων να γίνει σε εξειδικευμένες επιχειρήσεις. Σε επιχειρήσεις με στελέχη που να πληρώνονται όπως και τα στελέχη της «Αθήνας 2004» και με ευθύνες να καταστρέψουν το όνομά τους και την καριέρα τους αν δεν αξιοποιηθούν τα κεφάλαια όπως προβλέπεται από το ΚΠΣ. Διαφορετικά, αν καταλήξουμε και πάλι στους δημόσιους λειτουργούς, με τις γνωστές αμοιβές, τις αδυναμίες να διαχειρισθούν τεράστια για τις εμπειρίες τους ποσά, με το δημόσιο λογιστικό να υποβόσκει, και γενικά με τη λογική του ανευθυνοϋπεύθυνου να συντονίζει διαδικασίες με ημερομηνία λήξης, τα αποτελέσματα θα είναι χειρότερα από τα ήδη γνωστά. Αντιλαμβάνομαι το ψυχικό βάρος της συγκεκριμένης επιλογής. Κατ’ ουσίαν οι ως σήμερα διαχειριστές κεφαλαίων πρέπει να δεχθούν ότι απέτυχαν να κάνουν σύμφωνα με το εθνικό συμφέρον εκείνο που τους ανατέθηκε. Στο παρελθόν οι αδυναμίες ήταν δυνατό να καλυφθούν με καθυστερήσεις. Τώρα όμως τα αστεία τελείωσαν, αφού τα κεφάλαια θα φύγουν άμεσα προς άλλους εταίρους. Για να αποφύγουμε λοιπόν μια τραυματισμένη ψυχολογία, υπάρχει ο κίνδυνος να επαναλάβουμε τις γνωστές ατελέσφορες διαδικασίες, με αποτέλεσμα κάθε δύο χρόνια να χάνονται ποσά που δεν τα χρησιμοποιήσαμε λόγω ανικανότητας. Η επιλογή και οι επιπτώσεις της είναι και πάλι δική μας υπόθεση.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.