Στη ΜΕΤΑΒΑΣΗ από τον 20ό στον 21ο αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».





«Πρωτη περίοδος.
1821 – 1883. Απαρχαί ποτοποιίας. Χαρακτηρίζεται από πλήρη ελευθερίαν αποστάξεως και πλήρη φορολογικήν ασυδοσίαν. Από μακρού ήδη ­ πιθανώς και προ της επαναστάσεως του 1821 ­ εφηρμόζετο εις τας Ελληνικάς τουλάχιστον αμπελοφόρους νήσους η απόσταξις οίνων και στεμφύλων εις μικράν κλίμακα. Πλην άλλων βασίμων υποθέσεων περί επιδράσεως ­ χάρις εις την ακμάζουσαν ιστιοφόρον τότε ναυτιλίαν ­ της αποσταλακτικής εν Γαλλία Βιομηχανίας, πάντως κατά τους πρώτους χρόνους της ανεξαρτησίας υφίστατο απόσταξις, δι’ απλών αμβύκων, οίνων κυρίως υποστάθμης οίνων και στεμφύλων προς παραγωγήν Σούμας, διά δευτέρας αποστάξεως λαμβανομένων ρακής και άλλων ροσολίων. Η απόσταξις οίνων και κατασκευή ποτών υφίστατο ως οικοτεχνία το πρώτον των μικρών αμπελουργών, εξελιχθείσα ήδη από του 1837 εις βιοτεχνίαν» (Ι. Καράς, «Ιστορική εξέλιξις της φορολογίας του οινοπνεύματος εν Ελλάδι» στο «Η φορολογία του οινοπνεύματος εν Ελλάδι. Κρίσεις επί του ισχύοντος συστήματος και συγκριτική νομοθεσία», Αθήνα, 1934).


Η ιστορία της ποτοποιίας Βαρβαγιάννη, της μιας εκ των δύο παλαιοτέρων και εν λειτουργία σήμερα στην Ελλάδα, που η λειτουργία της «μετρείται» με πέντε γενιές ­ αρχίζει στα τέλη της δεκαετίας του 1850 και είναι σχεδόν «συνομήλικη» της διαδικασίας του ελληνικού αστικού μετασχηματισμού, αν και η Λέσβος ενσωματώνεται στο ελληνικό κράτος το 1912. Για άγνωστους λόγους ο ιδρυτής της ποτοποιίας Στάθης Βαρβαγιάννης, γεννημένος το 1805 και καταγόμενος από τις Κυκλάδες, εγκαθίσταται στο Πλωμάρι της Λέσβου, προερχόμενος από την Οδησσό, ένα από τα βασικά και τότε ακμάζοντα κέντρα του απόδημου Ελληνισμού, τον 19ο αιώνα. Το 1859 δημιουργεί τη μετέπειτα γνωστή ποτοποιία στην πρώτη οικοτεχνική μορφή της. Το Πλωμάρι ήταν μια πόλη στη βιομηχανική ακμή της με βασικές δραστηριότητες τη σαπωνοποιία και την ελαιουργία, διέθετε αμπελώνες και ο γλυκάνισος ήταν αυτοφυής στην περιοχή. Και άρχισε «την διαδικασία της πρώτης απόσταξης και την παραγωγή του αρίστης ποιότητας ούζου, φορτωμένος με την εμπειρία και τη γνώση της απόσταξης από την Οδησσό της Ρωσίας». Τότε «το λιμάνι έσφυζε από ζωή και πολλά προϊόντα ταξίδευαν ως την άκρη της γης. Αυτή η εύφορη γη και το εξαίσιο κλίμα γεννούν μέχρι σήμερα μια αξεπέραστη ποικιλία γλυκάνισου, ένα φυτό που παίζει καθοριστικό ρόλο στην ποικιλία του ούζου, αλλά και δεκάδες άλλα αρωματικά φυτά».


* Το ούζο του σουλτάνου


Ηταν τέτοια η φήμη που απέκτησε το ούζο Βαρβαγιάννη Μπλε που, όπως αναφέρεται στον «Ταξιδιωτικό Οδηγό Νήσου Λέσβου 1954», «από τον οίκο Βαρβαγιάννη αγόραζε ούζο ο Σουλτάνος, που το προόριζε για το χαρέμι του, πιστεύοντας ότι είχε αναζωογονητικές ιδιότητες στον ανθρώπινο οργανισμό». Σήμερα στο Μουσείο Ούζου, το μοναδικό εν Ελλάδι στο είδος του, εκτίθενται τα πρώτα αποστακτήρια που χρησιμοποιούνταν στα μέσα του περασμένου αιώνα.


Το 1912 που απελευθερώνεται η Λέσβος και ενσωματώνεται στο ελληνικό κράτος αποτελεί μία σημαντική χρονιά για τη μικρή οικοτεχνία, αφού πλέον το ούζο Βαρβαγιάννη αρχίζει να κερδίζει σημαντικό μέρος της μεταγενέστερης φήμης του. Η επιχείρηση από το 1873, που πέθανε ο δημιουργός, περιήλθε στα χέρια της επόμενης γενιάς, του Ιωάννη Βαρβαγιάννη, και από τις αρχές του αιώνα, περί το 1910, στην τρίτη γενιά.


Και όταν συντελέστηκε η Μικρασιατική Καταστροφή και πολλοί πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στη Λέσβο, η μικρή ποτοποιία κέρδισε όλο και μεγαλύτερο έδαφος. Το ούζο της, σε χύμα μορφή βέβαια, φθάνει ως τη Βηρυτό και την Αλεξάνδρεια. Η τρίτη γενιά βρίσκεται όμως ήδη στα πράγματα. Ο εγγονός του ιδρυτή Στάθης Βαρβαγιάννης έχει αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, που πλέον έχει μετεξελιχθεί σε βιοτεχνία.


Η περίοδος του Μεσοπολέμου είναι η χρυσή εποχή. Απασχολεί προσωπικό περίπου 10 ατόμων και η παραγωγή της κυμαίνεται πια μεταξύ 100.000 και 150.000 οκάδων. Και το ούζο της φθάνει πια σε όλα σχεδόν τα ελληνικά λιμάνια, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα, στην Αλεξανδρούπολη, στη Σύρο. Τότε οικοδομείται η φήμη του προϊόντος, που αναπαράγεται λόγω της ποιότητάς του ως σήμερα.


«Η οινοπνευματοβιομηχανία και η ποτοποιία της Ελλάδος αποτελούσι σοβαρούς κλάδους της Εθνικής βιομηχανίας και βιοτεχνίας, είναι γηγενείς βιομηχανίαι στηριζόμεναι εις καθαρώς Ελληνικάς ύλας, εκπροσωπούσι δε σήμερον εγκαταστάσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων και αντίστοιχον αξίαν προϊόντων παραγομένων εν τω τόπω και εξαγομένων εις την αλλοδαπήν» (ό.π.π.)


Στο διάστημα της κατοχής η βιοτεχνία κλείνει και ανοίγει ξανά το 1945. Ο Ιωάννης Βαρβαγιάννης, η τέταρτη γενιά, αναλαμβάνει την αναδιοργάνωσή της. Η επιχείρηση εξοπλίζεται με ημιαυτόματο μηχανολογικό εξοπλισμό και τώρα πλέον η έμφαση δίνεται στην εμφιάλωση του ούζου. Στόχος του είναι και πάλι να το βγάλει έξω από τα σύνορα του νησιού και να αποκτήσει ξανά την παλαιά αίγλη του. Πράγματι το πετυχαίνει και το 1955 κάνει τις πρώτες εξαγωγές του στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών και λίγο αργότερα στη Νότια Αφρική και στην Αυστραλία, όπου δηλαδή υπάρχουν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Νομικά η επιχείρηση παραμένει προσωπική εταιρεία και η παραγωγή της φθάνει στα 35.000-40.000 κιβώτια των 9 λίτρων.


Λίγο αργότερα η ποτοποιία εκσυγχρονίζεται για μία ακόμη φορά. Τώρα πια τοποθετούνται αυτόματα μηχανήματα και η παραγωγή σταδιακά αυξάνεται, ενώ ανοίγει και νέες αγορές, τη γερμανική, τη βελγική και τη γαλλική.


Η δεκαετία του 1970 για το σύνολο της ελληνικής ποτοποιίας είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Οι καταναλωτικές συνήθειες αλλάζουν. Τα ξένα αλκοολούχα ποτά κερδίζουν τις προτιμήσεις των καταναλωτών εκτοπίζοντας σιγά σιγά το ούζο. Αρκετοί ποτοποιοί για να αντέξουν τον ανταγωνισμό, που γίνεται πλέον εξοντωτικός, μειώνουν το κόστος ρίχνοντας και την ποιότητα του προϊόντος. Η ποτοποιία Βαρβαγιάννη αρνείται να αποδεχθεί αυτή τη λύση γιατί ξέρει πως η φήμη της βασίζεται στην ποιότητά της.


Οι πολυεθνικές εταιρείες των ποτών εισβάλλουν στην ελληνική αγορά. Σε αρκετές επώνυμες ποτοποιίες γίνονται εξαιρετικά δελεαστικές προσφορές για την εξαγορά τους. Ορισμένες αρνούνται. Μία από αυτές είναι η ποτοποιία Βαρβαγιάννη. Τότε στη δεκαετία του 1970 η παραγωγή της σταθεροποιείται στα 300.000 λίτρα ετησίως. Το 1982 η προσωπική εταιρεία μετατρέπεται σε ΕΠΕ και καθ’ όλη τη δεκαετία κατορθώνει να αντέξει στον ανταγωνισμό. Το 1986 αποβιώνει ο Ι. Βαρβαγιάννης και η επιχείρηση περνάει στην πέμπτη γενιά, με επικεφαλής της τον κ. Στ. Βαρβαγιάννη. Στη δεκαετία του 1990 η ποτοποιία κερδίζει νέο έδαφος. Η παραγωγή της κυμαίνεται πλέον στα 400.000-450.000 λίτρα ενώ απασχολεί περί τους 17 εργαζομένους παραμένοντας μία μικρή βιοτεχνία.


* Συνεργασία με Καρούλια


Το 1997 προκειμένου να τοποθετηθεί καλύτερα το προϊόν στην αγορά αποφασίζει να συνεργαστεί με την Καρούλιας, στην οποία και αναθέτει τη διανομή του. Στις αρχές του εφετινού χρόνου οι επιλογές των δύο εταίρων διαφοροποιούνται και η συνεργασία λύεται. Μέσα σε διάστημα μόλις επτά μηνών η λεσβιακή ποτοποιία κατορθώνει να δημιουργήσει δικό της πανελλαδικό δίκτυο και να διεκδικήσει με τη φήμη και την ποιότητά της τις προτιμήσεις των καταναλωτών. Παράλληλα βέβαια η εξαγωγική δραστηριότητά της αυξάνεται. Σήμερα το περιώνυμο ούζο εξάγεται στις ΗΠΑ, μία από τις πιο δύσκολες αγορές στον κόσμο, στην Αυστραλία, στην Κύπρο, στη Γερμανία, στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Οι πωλήσεις στις ξένες αγορές καταλαμβάνουν το 15%-20% των συνολικών πωλήσεών της, που βέβαια παραμένουν μικρές, δεν υπερβαίνουν τα 500 εκατ. δρχ. ετησίως.


Μετά από 140 χρόνια οι παραδοσιακοί ποτοποιοί, που δαπάνησαν πολλές δεκαετίες για να χτίσουν τη φήμη τους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έχουν πια λιγοστέψει. Ισως γι’ αυτόν τον λόγο η ποτοποιία Βαρβαγιάννη πριν από τρία χρόνια δημιούργησε στο Πλωμάρι της Λέσβου το πρώτο στην Ελλάδα Μουσείο Ούζου. Στους εκτιθέμενους ­ ανενεργούς πια ­ άμβυκες είναι γραμμένη η προϊστορία αλλά και η ιστορία της ελληνικής ποτοποιίας…