Το θέμα μας σήμερα έχει να κάνει με τις δυνατότητες και τις προοπτικές της χώρας στη νέα δεκαετία. Αφορμή βέβαια είναι οι θέσεις, οι προτάσεις και οι τοποθετήσεις που τον τελευταίο καιρό απασχολούν την ειδησεογραφία με βάση την επικείμενη ριζική αλλαγή του σκηνικού. Εχουμε να ασχοληθούμε λοιπόν με το ερώτημα «προς τα πού στη μετά ΟΝΕ περίοδο». Οπως είναι προφανές, το θέμα δεν καλύπτεται με ένα απλό σχόλιο. Θεωρώ όμως ότι μπορούν έστω και επιγραμματικά να τεθούν ορισμένα βασικά σημεία και αυτό σκοπεύω να κάνω στη συνέχεια.


Ας ξεκινήσουμε με ορισμένα βασικά στοιχεία που τα τροφοδοτούν οι συνάδελφοι της μακροοικονομικής θεωρίας. Αν η χώρα μας ακολουθούσε την αναπτυξιακή πορεία της περιόδου 1960-1980, το 2001 στη χώρα το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα θα ήταν ίσο με το μέσο της ΕΕ. Η χώρα μας ακολουθώντας την αναπτυξιακή πορεία της 20ετίας 1981-2000 εκτιμάται ότι θα αγγίζει το σημείο αυτό το 2010 στην καλύτερη των περιπτώσεων. Αν θελήσουμε να διατυπώσουμε απλά το συγκεκριμένο συμπέρασμα οφείλουμε να δεχτούμε ότι την ανάπτυξη την αντικαταστήσαμε με εξέλιξη.


Το θέμα όμως δεν σταματάει εδώ. Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η περίοδος των 40 ετών και η πολιτική που οδήγησε στη μία ή στην άλλη πορεία δεν μπορεί να επαναληφθεί στις βασικές γραμμές της. Θα μπορούσα να πω ότι ανεξαρτήτως χώρας, η νέα οικονομία επιβάλλει νέα πολιτική, η οποία όπως πλέον όλοι γνωρίζουμε είναι μικροοικονομικού χαρακτήρα. Δηλαδή παρέμβαση στα κίνητρα και στο κόστος συναλλαγών και όχι παρέμβαση στις συνολικές αγορές, π.χ. χρήματος, παραγωγικών πόρων και δημοσιονομικής διαχείρισης.


Οσα ως σήμερα έχουν λοιπόν γραφτεί γύρω από το θέμα των διαρθρωτικών αλλαγών και της απελευθέρωσης των αγορών δεν έχουν να κάνουν με μια στείρα ιδεολογική αντιπαλότητα. Αφορούν το μέλλον της χώρας, τις προοπτικές της και την πραγματική της σύγκλιση ώστε να μη βρεθεί μετά μία δεκαετία, χωρίς μάλιστα ενισχυτικούς πόρους τύπου ΚΠΣ, στην πρωτοπορία της οπισθοδρόμησης.


Κατά καιρούς έχουν αναφερθεί σε διάφορα άρθρα απόψεις που υποστηρίζουν την άποψη των διαρθρωτικών αλλαγών με το επιχείρημα ότι αν εφαρμοστούν θα δημιουργήσουν ανάπτυξη. Η διάχυτη εντύπωση όμως που έχει επικαθήσει στις απόψεις των περισσοτέρων είναι ότι η ταχύρυθμη ανάπτυξη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την σε βάρος των χαμηλότερων εισοδημάτων αναδιανομή του εθνικού πλούτου και των εισοδημάτων. Αυτό ακριβώς ήταν και το επιχείρημα που ενίσχυσε την άποψη για την αναπτυξιακή υστέρηση που παρατηρήθηκε στην 20ετία 1980-2000 έστω και αν πρόσφατες μελέτες δεν το υποστηρίζουν.


Καθώς λοιπόν οι διαρθρωτικές αλλαγές έχουν συνδεθεί με ανάπτυξη η κοινή γνώμη αντιδρά στην εφαρμογή τους με το σκεπτικό ότι η ενέργεια αυτή θα οδηγήσει σε αναδιανομή υπέρ των πλουσίων. Καθώς η θέση όλων μας στα συγκεκριμένα θέματα επηρεάζεται από το πού βρισκόμαστε την κάθε χρονική στιγμή καθώς επίσης και από τις προοπτικές μας στο μέλλον αντιλαμβάνομαι το εύρος των αποκλίσεων των απόψεων. Υπάρχουν όμως δύο θέματα που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη στην τοποθέτησή μας σχετικά με την αναγκαιότητα των διαρθρωτικών παρεμβάσεων.


Το πρώτο έχει να κάνει με την πραγματικότητα που θέλει σε λίγους μήνες οι οικονομικές μας σχέσεις να μπαίνουν σε ένα περιβάλλον έντονης κινητικότητας. Το δεύτερο έχει να κάνει με τα πρόσφατα συμπεράσματα της οικονομικής επιστήμης. Σε αντίθεση με τη δεσπόζουσα άποψη οι διαρθρωτικές αλλαγές συμβάλλουν όχι μόνο στην ανάπτυξη αλλά και στη διανομή του πλούτου σε όφελος των χαμηλότερων κοινωνικά ομάδων. Αν θέλουμε λοιπόν ακόμη να μετατρέψουμε την εξέλιξη σε πρόοδο η λύση είναι αντικειμενικά μία.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.