Στη ΜΕΤΑΒΑΣΗ από τον 20ό στον 21ο αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



Η «προΪστορία» της ελληνικής επιχειρηματικής δραστηριότητας αλλά και γενικότερα η εμφάνιση και η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού είναι γεμάτες από προσωπικές ιστορίες κυρίως αυτοδημιούργητων ανθρώπων οι οποίοι σε κρίσιμες φάσεις της οικονομικής εξέλιξης κατόρθωσαν να «πιάσουν επαφή» με το νήμα της Ιστορίας. Και όταν συσσωρεύθηκαν όλες εκείνες οι απαραίτητες προϋποθέσεις, έγινε δυνατή η ανάδειξή τους σε κορυφαίους παράγοντες του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού της χώρας μας και η σχέση τους με την Ιστορία από «ερωτική» έγινε αμφίδρομη. Τις περισσότερες ίσως φορές εν αγνοία τους…


Ετσι πανομοιότυπη με αρκετές άλλες περιπτώσεις αυτοδημιούργητων επιχειρηματιών είναι και αυτή του Θεόδωρου Α. Αγγελόπουλου. Πρόκειται για τον ιδρυτή της Χαλυβουργικής ΑΕ που για ορισμένες δεκαετίες σταδιοδρόμησε ως η σημαντικότερη βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα και παράλληλα η λειτουργία της συνδέθηκε με τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση. Είναι γεγονός ότι από τα τέλη του 19ου αιώνα (1871) χρονολογούνται οι πρώτες απόπειρες για τη δημιουργία βιομηχανία χάλυβος και σιδήρου με πρωταγωνίστρια την Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία. Οι απόπειρες επαναλήφθηκαν χωρίς επιτυχία στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Και τελικώς ευοδώθηκαν μόλις το 1963.


Ο Θ. Α. Αγγελόπουλος, πατέρας του Δημητρίου, του Παναγιώτη (σήμερα του μοναδικού εν ζωή), του Ιωάννη και του Αγγελου (εκ των «σοφών της οικονομίας»), ήλθε το 1918 στην Αθήνα από το χωριό του, τη Βλαχοράπτη της ορεινής Αρκαδίας, για να δουλέψει ως υπάλληλος στο κατάστημα σιδερικών του κουνιάδου του Ιωάννη Παπαθανασίου (πρόκειται για τον παππού τού ως πρόσφατα προέδρου του ΕΒΕΑ κ. Ι. Παπαθανασίου).


Το 1922 φέρνει κοντά του όλη την οικογένεια και τρία χρόνια αργότερα, το 1925, δημιουργεί μια μικρή βιοτεχνία που παρήγε συρματοπλέγματα. Η βιοτεχνία πηγαίνει καλά και επτά χρόνια αργότερα, το 1932, οι επιχειρηματικές ασχολίες της οικογένειας μετεγκαθίστανται στην οδό Πειραιώς και η νέα εταιρεία, βιομηχανική πλέον, φέρει την επωνυμία Ελληνικά Συρματουργεία Θ. Α. Αγγελόπουλος & Υιοί. Η παραγωγική δραστηριότητα του νέου εργοστασίου έχει διευρυνθεί και τώρα πια, εκτός από σύρματα και πλέγματα, παράγει τσαρουχόπροκες και πεταλόκαρφα. Σε αυτή λοιπόν την εξαιρετικά σημαντική περίοδο της ελληνικής βιομηχανίας η παραγωγική δραστηριότητα της οικογένειας Αγγελόπουλου γνωρίζει νέες επιτυχίες.


*Τα πρώτα σχέδια


Αυτή την περίοδο «ξεκίνησαν και τα πρώτα σχέδια για την παραγωγή σιδήρου, που υλοποιήθηκαν μερικώς μόνο το 1938. Ηλεκτρικοί κλίβανοι εγκαταστάθηκαν στο εργοστάσιο της οδού Πειραιώς 176 για την παραγωγή οπλισμού σκυροδέματος με την ανάτηξη παλαιοσιδηρικών. Οι προσπάθειες όμως της οικογένειας Αγγελόπουλου για επέκταση του εργοστασίου διεκόπησαν με την έναρξη του πολέμου για να ολοκληρωθούν αμέσως μετά ­ με αλματώδη ρυθμό ­ με την ίδρυση της Ανώνυμης Εταιρείας Χαλυβουργική το 1948» («Ελληνικές επιχειρήσεις στον 20ό αιώνα. Πρόσωπα και δραστηριότητες», Εκδόσεις Κέρκυρα, Αθήνα, 1999).


Εγινε όμως ο πόλεμος και στην Κατοχή που ακολούθησε οι Γερμανοί επίταξαν το εργοστάσιο «και στους Αγγελόπουλους έμειναν τα πεταλόκαρφα που δεν ενδιέφεραν τους κατακτητές». Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας Αγγελόπουλου και ιδιαίτερα η περίφημη Χαλυβουργική ΑΕ, το πιο σημαντικό «κομμάτι» αυτού που αποκαλείται βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα, είναι ταυτισμένες σχεδόν με τη μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη και κυρίως με τη λεγομένη ανοικοδόμηση της χώρας.


«Οι ταχείς ρυθμοί ανοικοδόμησης και ανάπτυξης της μεταπολεμικής Ελλάδας και η συνακόλουθη αυξανόμενη ζήτηση προϊόντων σιδήρου καθόρισαν τον σχεδιασμό και την πορεία της εταιρείας. Η Χαλυβουργική μεταφέρθηκε στην περιοχή όπου βρίσκεται και σήμερα, στην Ελευσίνα, που εξελισσόταν ήδη σε σημαντικό βιομηχανικό πόλο λόγω και της εύκολης πρόσβασης ­ χερσαίας και θαλάσσιας. Η ανέγερση νέου τύπου εγκαταστάσεων και η προμήθεια σύγχρονου μηχανολογικού εξοπλισμού επέτρεψαν την αύξηση της παραγωγής από 9.000 τόνους το 1948 σε 85.000 τόνους το 1960 και τη βελτίωση της ποιότητας του παραγομένου σιδήρου» (ό.π.π.).


* Η πρώτη υψικάμινος


«Στις 3 Μαρτίου 1948 ιδρύθηκε η Χαλυβουργική ΑΕ και τέσσερα χρόνια μετά, το 1952, σε παραθαλάσσια έκταση κοντά στην Ελευσίνα κατασκευάζονται μοντέρνες μονάδες παραγωγής σιδήρου, για να ακολουθήσουν στις 27 Ιουλίου 1963 τα εγκαίνια της πρώτης υψικαμίνου στην Ελλάδα. Στη σκληρή μάχη για τη χορήγηση της σχετικής άδειας οι Αγγελόπουλοι είχαν συγκρουστεί με την οικογένεια Τσάτσου των τσιμέντων «Ηρακλής» αλλά κέρδισαν την προτίμηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και τα εγκαίνια της υψικαμίνου έκανε ο βασιλιάς Παύλος ουσιαστικοποιώντας από τότε μια στενή οικογενειακή σχέση» (Χρ. Κορφιάτης, «Το Βήμα της Κυριακής», 10 Ιανουαρίου 1999).


Το 1953 όμως ο ιδρυτής Θεόδωρος Α. Αγγελόπουλος πεθαίνει και η σκυτάλη περνάει στους τρεις γιους του, Δημήτρη, Παναγιώτη και Γιάννη, οι οποίοι βέβαια εξελίσσονται σε «πρωταγωνιστές της ελληνικής βιομηχανικής εποχής» ­ με την κρατική φυσικά αρωγή, αφού χρηματοδοτήθηκαν τόσο από τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Οικονομικής Ανάπτυξης (ΟΧΟΑ) όσο και από την Εθνική Τράπεζα ­, ενώ ο Αγγελος ακολουθεί ακαδημαϊκή καριέρα και στη διάρκεια μάλιστα της Κατοχής όσο και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου δείχνει και τις πολιτικές του επιλογές: συμμετέχει ως γραμματέας Οικονομικών στη λεγομένη «κυβέρνηση του βουνού» και ως υφυπουργός Οικονομικών στην πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου.


Ετσι λοιπόν το 1961 με τη θεμελίωση της πρώτης υψικαμίνου οι αδελφοί Αγγελόπουλοι θέτουν ως βασική επιλογή τους την καθετοποίηση της παραγωγής. Δύο χρόνια αργότερα γίνονται τα εγκαίνια και αρχίζει η παραγωγή χυτοσιδήρου και χάλυβος από σιδηρομετάλλευμα. Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 δημιουργήθηκαν καινούργιες εγκαταστάσεις (χαλυβουργείο, μονάδα παραγωγής οξυγόνου, εργοστάσιο παραγωγής κοκ κτλ.) και η συνολική παραγωγική δυναμικότητά της υπερέβη το 1 εκατ. τόνους ετησίως.


«Τον Σεπτέμβριο του 1972, δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Γιάννη Θ. Αγγελόπουλου, που είχε νυμφευθεί τη Μαρία Γεωργάκη, μετά από γενναία συνδρομή «κεφαλαίων του εξωτερικού», εγκαινιάζεται και δεύτερη υψικάμινος και αρχίζουν μεγάλες εξαγωγές σιδήρου, αλλά η κρίση του πετρελαίου και του χάλυβος δεν αργεί να συγκλονίσει την Ευρώπη και την Ελλάδα. Ταυτόχρονα σχεδόν με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, το 1981, η Χαλυβουργική των 2.500 και πλέον εργατοτεχνιτών κλείνει τις υψικαμίνους, επιστρέφει στην παραγωγή με ηλεκτρικούς κλιβάνους και απολύει εκατοντάδες εργαζομένους, αν και διευρύνει την παραγωγή με νέες μονάδες που αποδίδουν λαμαρίνα και άλλα πλατέα χαλυβουργικά προϊόντα.


Τα εμπορικά και δασμολογικά «τείχη» πέφτουν και η πτώση της Χαλυβουργικής, όπως και ολόκληρης σχεδόν της ελληνικής χαλυβουργικής παραγωγής, μοιάζει αναπότρεπτη. Ο Δημήτρης Αγγελόπουλος, που έχει νυμφευθεί την Τασία Στ. Σταυροπούλου, είναι ο αδιαμφισβήτητος οικονομικός εγκέφαλος της οικογένειας ­ δολοφονήθηκε από τη «17 Νοέμβρη» το 1986 ­ και με τις προτροπές του αδελφού του Αγγελου, που έχει νυμφευθεί την Ελλη Σεφεριάδου και έχουν αποκτήσει δύο παιδιά, τοποθετεί μεγάλα κεφάλαια σε επενδύσεις σε τραπεζικούς τίτλους στην Ελβετία, καθώς επίσης σε ναυτιλιακές και άλλες επιχειρήσεις» (ό.π.π.).


Στα μέσα όμως της δεκαετίας του 1990 η κρίση που παρατηρήθηκε στην αγορά των χαλυβουργικών προϊόντων είχε τις επιπτώσεις της στη δραστηριότητα αυτής της κολοσσιαίας βιομηχανικής επιχείρησης, ένα μεγάλο μέρος των πωλήσεων της οποίας προέρχεται από τις εξαγωγές, κυρίως σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Απω Ανατολής, που προήλθαν κυρίως από αθέμιτες πρακτικές εμπορίου (ντάμπινγκ) χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και από την Τουρκία. Ωστόσο φροντίζει να διατηρεί την ανταγωνιστικότητά της εκσυγχρονίζοντας το παραγωγικό δυναμικό της. Η οικογένεια πάντως διαθέτει ισχυρή παρουσία στη διεθνή αγορά χαλυβουργικών προϊόντων αφού διατηρεί αντίστοιχα εργοστάσια στο Κάρντιφ της Ουαλλίας, στην Ελβετία και στην Ιντιάνα των ΗΠΑ. Ο εναπομείνας πάντως εκ των αδελφών Παναγιώτης Αγγελόπουλος συνεχίζει να διατηρεί τον έλεγχο της τεράστιας οικογενειακής περιουσίας ­ η σχετικά πρόσφατη διαμάχη των αδελφών Θεόδωρου και Κωνσταντίνου σκίασε την κοινωνική παρουσία της οικογένειας ­ και να θεωρείται ίσως, και όχι μόνο λόγω ηλικίας, ο πιο σεβάσμιος έλληνας βιομήχανος.


Από τα πεταλόκαρφα και τις τσαρουχόπροκες ως τη βαριά βιομηχανία, τον εφοπλισμό και τις τραπεζικές δραστηριότητες, ο ιστορικός χρόνος της οικογένειας Αγγελόπουλου μετρά μόλις 75 χρόνια ενεργού και ακάματης παρουσίας στα «κλειστά δώματα» του ελληνικού καπιταλισμού…