Στη ΜΕΤΑΒΑΣΗ από τον 20ό στον 21ο αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



Η βιομηχανική συγκρότηση του Βόλου και η κατά συνέπεια ανάδειξή του σε ένα από τα σημαντικά οικονομικά κέντρα του ελληνικού 20ού αιώνα αρχίζει ύστερα από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος το 1881. Στοιχεία εμπορικής και βιομηχανικής ανάπτυξης παρατηρούνται από τα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά από τις αρχές του 20ού αρχίζει η οικονομική απογείωση της περιοχής. Βιομηχανίες τροφίμων, μεταλλευτικές βιομηχανίες και μεταξουργεία είναι οι κυριότερες επιχειρήσεις ­ μαζί φυσικά με την ανάπτυξη του εμπορίου ­ οι οποίες σκιαγραφούν πλέον τον πλήρη αστικό μετασχηματισμό της περιοχής του Βόλου.


Υπάρχουν λοιπόν αρκετά ονόματα που σημάδεψαν την εξέλιξη της περιοχής και έγιναν συνώνυμα της οικονομικής ιστορίας της πόλης σε διάφορες περιόδους του περασμένου αιώνα. Η οικογένεια Κοσμαδόπουλου, πηλιορείτικης καταγωγής, ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία: από το 1885 ως και καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή της οικονομικής ζωής της πόλης. Ο Δημ. Κοσμαδόπουλος έχει αποκληθεί «οικονομικός πατήρ» του Βόλου. Ακόμη και σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα, τα «σημάδια» της μεσοπολεμικής δραστηριότητας της οικογένειας παραμένουν αποτυπωμένα στη βιομηχανία του Βόλου.


* Οι πρώτοι εμφιαλωτές


Πρόκειται για την όχι μόνο εν λειτουργία, αλλά και ακμάζουσα και μάλλον φιλόδοξη βιομηχανία αναψυκτικών, τη γνωστή ΕΨΑ, ιδρυτές της οποίας είναι οι Κοσμαδόπουλοι. Η εταιρεία είναι η πρώτη επιχείρηση εμφιάλωσης στην ελληνική ιστορία του κλάδου των αναψυκτικών και η λειτουργία της αρχίζει αρκετά πρώιμα, το 1924.


Ο Δημ. Κοσμαδόπουλος γεννήθηκε το 1856 στο Πουρί της Ζαγοράς και νωρίς μετανάστευσε στη Σμύρνη. Στον Βόλο επέστρεψε το 1882, έναν χρόνο μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας και ανεπιτυχώς επιχείρησε να δραστηριοποιηθεί εμπορικά. «Και το κατάστημα κλείει κατά τας τελευταίας ημέρας του πρώτου έτους της ζωής του, μεταβάλλεται δε εις μικροσκοπικό τραπεζάκι στηθέν έμπροσθεν καταστήματος της κεντρικής οδού Δημητριάδος και περιλαμβάνον ολόκληρον την περιουσίαν του νεαρού επιχειρηματίου, ανερχομένην εις πεντήκοντα λίρας Τουρκίας». Ετσι «ο Κοσμαδόπουλος ήρχισε το πρώτο στάδιο της τραπεζιτικής του ζωής, το σφρίγος και η δύναμις της οποίας ήταν κλεισμένα μέσα στο τραπεζάκι με τα διάφορα ξένα νομίσματα επί τρία ολόκληρα χρόνια». ( Πανελλήνιον Λεύκωμα, Αθήνα 1921.)


Ο κατ’ επάγγελμα αργυραμοιβός Κοσμαδόπουλος κατορθώνει πάντως να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον και την εμπιστοσύνη του εμπορικού κόσμου της πόλης και το 1885 στο κεντρικότερο σημείο του Βόλου ανοίγει το πρώτο του τραπεζικό γραφείο. Το 1910 δημιουργεί τη δική του τράπεζα, που έχει καταγραφεί στην οικονομική ιστορία του Βόλου ως η Τράπεζα Κοσμαδόπουλου.


«Αποβαίνει ο οικονομικός πατήρ του Βόλου μέγιστος υποστηρικτής του εμπορίου και της βιομηχανίας, καθ’ ον χρόνον εις τας κρισιμωτέρας των στιγμών των αι άλλαι τράπεζαι είχον ερμητικώς κλεισμένα τα ταμεία των, ο Κοσμαδόπουλος ήταν ο μόνος χορηγός χρημάτων, ο μόνος βοηθός, ο μόνος υποστηρικτής. Εκάστη κρίσις εμπορική κατά τα τελευταία ιδίως έτη εγένετο αφετηρία νέας ζωής διά την Τράπεζαν του Κοσμαδόπουλου, νέας επεκτάσεως των υπηρεσιών της, νέας ευημερίας». (Ο.π.)


* Και οι γιοιστο παιχνίδι


Το 1917 προσλαμβάνει ως συνεταίρους του γιους του Ιωάννη και Γεώργιο «καταρτίσας μετ’ αυτών ομόρρυθμον τραπεζικήν Εταιρείαν, την Τράπεζαν Δ. Κοσμαδόπουλου και Υιών» και αμέσως μετά αποσύρεται. Το 1921 ο Δημ. Κοσμαδόπουλος πεθαίνει και την ίδια χρονιά η τράπεζα μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία.


Λίγα χρόνια αργότερα, το 1924, οι δύο αδελφοί Κοσμαδόπουλοι αποφασίζουν να δημιουργήσουν μία πρότυπη μονάδα εμφιάλωσης στην Αγριά, έξω από τον Βόλο, παράλληλα με τα ψυγεία που διέθεταν. Συγκεκριμένα, για να συντηρούν την παραγωγή λεμονιών της περιοχής (κυρίως από τα Λεχώνια) αποφασίζουν να δημιουργήσουν τη μονάδα των ψυγείων. Το 1924 όμως η παραγωγή λεμονιών ήταν πολύ μεγάλη και, μπροστά στον κίνδυνο η παραγωγή να καταστραφεί, αποφασίζεται το μέρος της παραγωγής που περίσσευε να χυμοποιηθεί. Για τον λόγο αυτόν προσκαλούν ειδικό τεχνικό από τη Γερμανία.


Ο γερμανός μηχανικός εγκαθίσταται στον Βόλο και σ’ αυτόν οφείλεται η περίφημη συνταγή της λεμονάδας ΕΨΑ ­ το αναψυκτικό που για δεκαετίες κέρδισε την προτίμηση αρκετών γενεών και στην περιοχή της Θεσσαλίας η επωνυμία της ταυτίσθηκε με το προϊόν ­, που, όπως υποστηρίζουν οι σημερινοί ιδιοκτήτες, ως σήμερα παραμένει μυστική.


* Στα χέρια της Εθνικής


Η παραγωγή λοιπόν του αναψυκτικού αρχίζει, και με τη λειτουργία του εργοστασίου η εταιρεία παρέχει ρεύμα και σε όλη τη γύρω περιοχή. Το 1936 η εταιρεία αλλάζει χέρια και νέος ιδιοκτήτης της ΕΨΑ γίνεται η Εθνική Τράπεζα. Η εταιρεία εκσυγχρονίζεται επενδύοντας σημαντικά κεφάλαια σε νέες εγκαταστάσεις και μηχανήματα. Η πρώτη συσκευασία, η γυάλινη φιάλη με την μπίλια, αλλά ζει και αντικαθίσταται από τη φιάλη με μηχανικό πώμα. Εναν χρόνο αργότερα, το 1937, η λεμονάδα ΕΨΑ κερδίζει το «Χρυσούν Βραβείον Ποιότητας» στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης.


Μετά τον πόλεμο μία νέα οικονομική περίοδος έχει ανοίξει και η εταιρεία διεκδικεί τη δική της θέση. Το 1950 ο Αριστείδης Αλεξανδρίδης, ένας απλός υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας, σχεδιάζει τη νέα φιάλη. Η νέα πρωτότυπη φιάλη που έχει σχεδιάσει, από μεράκι για τη λεμονάδα, είναι πραγματικά εντυπωσιακή: καινούργια για την εποχή φόρμα, έντονος χαρακτήρας και ένας ανάγλυφος ρόμβος που δηλώνει ότι το προϊόν έχει βραβευτεί. Η σημαντικότερη όμως καινοτομία είναι το νέο πώμα crown, το οποίο καταργεί το μηχανικό πώμα που διέθετε ως τότε. Το 1965 η εταιρεία Νέα Ψυγεία Αγριάς ΑΕ διέθετε 200 ίππους δύναμη και απασχολούσε 78 εργαζομένους.


Το 1969, 45 χρόνια μετά την ίδρυση της ΕΨΑ, η εταιρεία αλλάζει και πάλι ιδιοκτήτη. Η Εθνική Τράπεζα, αποδεχόμενη την πρόταση των αδελφών Μοσκαχλαΐδη και του Νίκου Τσαούτου, τους παραχωρεί την επιχείρηση και έτσι η ΕΨΑ φτάνει στα χέρια των σημερινών ιδιοκτητών της. Ο νέος κύκλος επενδύσεων που πραγματοποιούνται αυξάνουν την παραγωγική της δυναμικότητα, η οποία ανέρχεται πλέον στις 7.500 φιάλες την ώρα.


Η εταιρεία, κατέχοντας ισχυρή παρουσία στην περιοχή της Κεντρικής Ελλάδας, αναπτύσσεται ­ ο κ. Ν. Τσαούτος διετέλεσε πρόεδρος του τοπικού Συνδέσμου Βιομηχανιών διευρύνοντας τόσο την γκάμα των προϊόντων της όσο και το δίκτυο των πωλήσεων. Ενδεικτικό της αντίληψης των ιδιοκτητών της αποτελεί το γεγονός ότι στον χώρο των εγκαταστάσεων του εργοστασίου διαθέτει το δικό της Μουσείο, όπου εκτίθενται στοιχεία που αποτελούν τεκμήρια της ιστορίας της: χειροκίνητος αποφλοιωτήρας και αποχυμωτής, μηχανήματα παραγωγής διοξειδίου του άνθρακα και φυσικά όλοι οι τύποι των φιαλών που κατά περιόδους χρησιμοποίησε.


* Η κατάκτηση της αγοράς


Σήμερα πλέον, διαθέτοντας σύγχρονες εγκαταστάσεις, με βιολογικό καθαρισμό, νέα προϊόντα με νέες συσκευασίες ­ όπως η σόδα, η πορτοκαλάδα με ανθρακικό, η lemon cola και το τσάι με λεμόνι ­, η ΕΨΑ φιλοδοξεί να διευρύνει το μερίδιό της και να αναδειχθεί από τοπικός ηγέτης σε ένα σημαντικό παράγοντα του συνόλου της αγοράς. Συνεχίζει ωστόσο να διατηρεί τα τελευταία 50 χρόνια τη γνωστή φιάλη, που αποτελεί πλέον γι’ αυτή «σήμα κατατεθέν». Στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων οι πωλήσεις τής πλέον ΕΨΑ ΑΕ Βιομηχανία Αναψυκτικών και Χυμών αυξάνουν σταθερά. Το 1996 οι πωλήσεις της ήταν 995,4 εκατ. δρχ. και τα κέρδη της 157 εκατ., το 1997 ήταν 1,144 δισ. δρχ. και τα κέρδη της 266 εκατ. και το 1998 οι πωλήσεις της ανήλθαν στα 1,408 δισ. δρχ. και τα κέρδη της 332 εκατ. δρχ.


Εβδομήντα έξι χρόνια λοιπόν μετά την αναγκαστική χυμοποίηση των λεμονιών από τους Κοσμαδόπουλους, η ΕΨΑ, ο πρώτος εμφιαλωτής αναψυκτικού, αφού κατόρθωσε να διαβεί τις συμπληγάδες του χρόνου, συνεχίζει να ταξιδεύει με «σήμα» της τη ρετρό φιάλη, τη γεύση και την ιστορία της…