Αν ρωτήσουμε ένα επιτυχημένο διευθυντικό στέλεχος σε τι διαφέρει από ένα αποτυχημένο, θα μας απαντήσει ότι αυτός λύνει προβλήματα ενώ ο άλλος δημιουργεί για να μη λύσει ούτε τα προηγούμενα.


Σε αυτή την κατεύθυνση είναι και οι απορίες που δημιουργούνται καθημερινά σε κάθε ενημερωμένο πολίτη από τον τρόπο λειτουργίας και διαχείρισης του οικονομικού μας συστήματος. Εκτός και αν τα όσα καταγράφω στη συνέχεια ή δεν έχουν λογική συνάφεια ή αποτελούν κακόβουλη κριτική.


Διαβάζουμε στον ημερήσιο Τύπο ότι η κυβέρνηση συσκέπτεται για να αποφασίσει με ποιο τρόπο θα προχωρήσει στην απελευθέρωση της ενέργειας, των κλειστών επαγγελμάτων και γενικά των μεγάλου πολιτικού κόστους φορέων και συμφερόντων. Διαβάζουμε όμως σε άλλες σελίδες των ιδίων εφημερίδων ότι ο ΟΣΕ λειτούργησε το 1999 πραγματοποιώντας 137 δισ. δρχ. ζημιές και αυτά μετά από 139 δισ. δρχ. ζημιές το 1998. Ισως να κάνω λάθος αλλά, κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα είναι κλασικό πρόβλημα καθορισμού προτεραιοτήτων.


Διαβάζουμε στον ημερήσιο Τύπο ότι ο αρμόδιος υπουργός προτείνει η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας να συντονισθεί έτσι ώστε να λειτουργήσει ταυτόχρονα με ένα σύστημα μειοδοτικών διαγωνισμών σε καθημερινή βάση. Ισως να προσβλέπει σε μια βελτιωμένη μορφή του συστήματος που ισχύει σήμερα στην Αγγλία. Σκεπτόμαστε, μπράβο, να μια σύγχρονη αντίληψη για ένα τόσο σπουδαίο θέμα. Την ίδια όμως στιγμή μας επαναφέρει στην τάξη η έκθεση του ΟΟΣΑ για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Τι θα γίνει, ρωτάει έτσι απλά, με τη Λάρκο, που είναι ο μεγάλος και προβληματικός καταναλωτής της ΔΕΗ; Θα προμηθεύεται με ελεύθερη ανταγωνιστική τιμή; Καμία απάντηση.


Δεν είναι όμως τυχαίο ούτε και το μοναδικό παράδειγμα. Αλλωστε πώς να μην εκφράζεις απορία για το μέλλον όταν από τη μία συζητάμε για απελευθέρωση και από την άλλη ελέγχουμε με κρατικό μονοπώλιο το αλάτι!


Και οι αναφορές δεν τελειώνουν, απλώς αρχίζουν. Για παράδειγμα, την εποχή του Πολέμου των Αστρων και των Μεγάλων Αδελφών εμείς συζητάμε για τη στρατηγική σημασία των προβληματικών ΕΒΟ (7,5 δισ. δρχ. ζημιές το 1999), Πυρκάλ (13 δισ. δρχ.) αντίστοιχα και ΕΛΒΟ, που φτιάξαμε τον ισολογισμό της μήπως και την πουλήσουμε.


Θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς την άποψη ότι μετά τις τόσες καθυστερήσεις κάλλιο αργά παρά ποτέ. Ο,τι έγινε είναι στο παρελθόν και τώρα που αρχίζουμε μια νέα πορεία πραγματικής σύγκλισης όλα όσα πρέπει να γίνουν θα γίνουν. Νομίζω ότι πολλοί, ίσως και όλοι μας, θα έλεγε κάποιος, είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε νέες αρχές, νέους θεσμούς και νέα δυναμική, αρκεί όλα μαζί να χαράζουν μια νέα προοπτική. Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί δεν αποφασίζουμε και δεν εκτελούμε τις αποφάσεις άμεσα;


Τι περιμένουμε για την ακτοπλοΐα; Τι περιμένουμε για την ΟΑ; Τι περιμένουμε για το ηλεκτρονικό εμπόριο; Τι περιμένουμε για τα κλειστά επαγγέλματα που μας δεσμεύουν ακόμη και στην πώληση των εφημερίδων και των τσιγάρων; Τι περιμένουμε για τις οδικές μεταφορές και τα φαύλα συστήματα των αδειών συμμετοχής στις λαϊκές αγορές; Τι θα γίνει με το κράτος ανταγωνιστή των ιδιωτικών ναυπηγείων; Τι θα γίνει με το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων; Τι θα γίνει με τις εκπτώσεις; Τι θα γίνει με την αγορά των φαρμάκων, των πετρελαιοειδών και τόσων άλλων προϊόντων των οποίων ελέγχουμε τις τιμές και στρεβλώνουμε το σύστημα;


Και για να τελειώσω από εκεί που άρχισα, που στην ουσία εκφράζει μια αγωνία σχετικά με την αδυναμία μας να θέτουμε προτεραιότητες. Γιατί δεν τελειώνουμε άμεσα με τους διάφορους ΟΣΕ ώστε να εξετάσουμε τα σπουδαία; Και επειδή νομίζουμε ότι η ενέργεια είναι το σημαντικό, ας θέσω ένα άλλο ερώτημα: Εχουμε τη δυνατότητα σε ανθρώπινο και φυσικό κεφάλαιο ώστε σε τέσσερα χρόνια να ολοκληρώσουμε τον οργασμό στις κατασκευές, που θα προέλθει α) από το ΚΠΣ-3, β) από τους Ολυμπιακούς, γ) από την αποκατάσταση των σεισμών και δ) από την τρέχουσα οικοδομική δραστηριότητα μετά την πτώση των επιτοκίων; Γιατί, αν δεν, τι θα κάνουμε;


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.