Αναγκαστικά πλέον η οικονομία μας εισέρχεται σε μια περίοδο σημαντικών θεσμικών αλλαγών. Και το ερώτημα που θα έπρεπε ήδη να μας έχει προβληματίσει, έστω και αν κατά τη γνώμη μου δεν φαίνεται να ισχύει κάτι ανάλογο, είναι το θεωρητικό υπόβαθρο του είδους των θεσμικών αλλαγών. Και συγκεκριμένα ποιοι είναι οι στόχοι που θα εξυπηρετηθούν από τις προτεινόμενες θεσμικές αλλαγές; Εχουμε άποψη ή ακολουθούμε τον συρμό;


Ας δούμε τι λέει λοιπόν η οικονομική επιστήμη, που θεωρούμε ότι αποτελεί τον καλύτερο οδηγό στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Σύμφωνα λοιπόν με τη σύγχρονη τάση, στην επιλογή ανταγωνισμός ή κρατική παρέμβαση η επιστήμη πρεσβεύει ότι δεν μπορεί να προσδιορίζεται με ad hoc θέσεις. Και μάλιστα με απούσα την καθοδήγησή της.


Η ιστορία διδάσκει επίσης ότι η κρατική παρέμβαση όπως λειτούργησε ως σήμερα, ανεξαρτήτως επιπέδου οικονομικής και θεσμικής πολυπλοκότητας, κατέληξε σε μη αποτελεσματικούς μονοπωλιακούς διαχειριστές και τιμολογιακή πολιτική τελείως ανεξάρτητη από τους συντελεστές κόστους ή γενικά από τις λογικές διαδικασίες της τρέχουσας επιχειρηματικής πρακτικής. Για παράδειγμα, δεν χρειάζεται κανείς να γνωρίζει οικονομικά για να καταλάβει ότι η τιμολογιακή πολιτική που προσδιορίζεται από την επιβολή ενός σταθερού ποσοστού πάνω στο κόστος παραγωγής οδηγεί σε σταδιακή αύξηση του κόστους και κακή διαχείριση των πόρων. Αυξάνοντας η δημόσια επιχείρηση το κόστος δικαιολογεί ανατιμήσεις.


Ενώ λοιπόν κάποιοι πολιτικοί και κάποια διευθυντικά στελέχη ήταν ικανοποιημένα με αυτή την πολιτική, καθώς διαμόρφωναν τιμές ανάλογα με τα ιδιωτικά τους συμφέροντα, η οικονομική αποτελεσματικότητα είχε πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων.


Η ανάπτυξη της τεχνολογίας άνοιξε τον δρόμο για τις θεσμικές αλλαγές. Οσο και αν προσπαθούν, τα μονοπώλια που φάνταζαν στο παρελθόν σαν παγόβουνα στη συντονιστική διαχείριση του οικονομικού συστήματος, ιδιαίτερα στους κλάδους δικτύων, κατέρρευσαν. Η θεσμική αλλαγή, την οποία σήμερα στη χώρα μας αντιμετωπίζουμε με δέος, είναι αναπόφευκτο υποπροϊόν της τεχνολογικής επανάστασης που πρόκειται να ζήσουμε.


Οφείλουμε λοιπόν να προσαρμοστούμε και μάλιστα έγκαιρα. Οφείλουμε όμως να έχουμε και συγκεκριμένες θέσεις ως προς τους στόχους της πολιτικής μας. Ως πρώτη θέση λοιπόν δεν μπορούμε να διατυπώνουμε και να εκφράζουμε την άποψη ότι οι θεσμικές αλλαγές είναι κοινοτικά αιτήματα. Τις επιλέγουμε και τις επιβάλλουμε γιατί εκφράζουν την πολιτική της κυβέρνησης. Δεύτερον, οι θεσμικές αλλαγές στοχεύουν σε συγκεκριμένες νέες αρχές, γιατί οι προηγούμενες αποδείχθηκαν ανεπαρκείς ή ατελέσφορες. Τρίτον, και σπουδαιότερο, η ανεπάρκεια του προηγούμενου συστήματος κρατικού ελέγχου και παρέμβασης πηγάζει από την αδυναμία του να συντονίζει τα ιδιωτικά κίνητρα σύμφωνα με τους στόχους της πολιτικής. Με την προηγούμενη πολιτική άλλο στοχεύαμε και άλλο επιτυγχάναμε. Οφείλουμε λοιπόν να παραδεχθούμε ότι οι καθιερωμένες επιχειρηματικές μέθοδοι διαχείρισης των πόρων αποδείχθηκαν ποιο αποτελεσματικές και ποιο ευέλικτες από εκείνες της κεντρικής διαχείρισης και συντονισμού. Ακόμη και στις απόλυτα ελεγχόμενες αγορές.


Ποιες είναι οι νέες αρχές; Πρώτα ότι οι ανίκανοι δημόσια ελεγχόμενοι οργανισμοί οφείλουν να αναλάβουν σε άμεσο χρονικό διάστημα σχεδόν το σύνολο των λογιστικών τους οικονομικών υποχρεώσεων. Τέλος λοιπόν οι ειδικές εξαιρέσεις, οι ρυθμίσεις, τα προνόμια και οι απαλλαγές. Τα οφέλη ανήκουν στους καταναλωτές και όχι στις δημόσιες επιχειρήσεις. Και στη συνέχεια οφείλουμε να αναπτύξουμε ένα ποιο ευέλικτο σύστημα τιμολογιακής πολιτικής. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, η τιμολογιακή πολιτική της ενέργειας να προσδιορίζεται από τον αρμόδιο υπουργό προς όφελος της μιας ή της άλλης κοινωνικής ομάδας και στη συνέχεια ο προϋπολογισμός του κράτους να καλύπτει ελλείμματα που δεν αντιστοιχούν στις παροχές.


Ολα όσα διατυπώθηκαν οδηγούν σε ένα συμπέρασμα. Αν δεν αποδεχθούν δημόσια την αποτυχία του ισχύοντος συστήματος, δεν νομίζω ότι εμείς οι υπόλοιποι θα πρέπει να αισιοδοξούμε για την αποτελεσματικότητα της προτεινόμενης θεσμικής αναδιάρθρωσης και μάλιστα σε πεπερασμένα χρονικά όρια.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.