Στη ΜΕΤΑΒΑΣΗ από τον 20ό στον 21ο αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν.


Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



Η κλωστοϋφαντουργία είναι όχι μόνο ο παλαιότερος κλάδος της βιομηχανίας αλλά είναι και σχεδόν «συνομήλικος» της οικονομικής ιστορίας του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Ισως δεν είναι υπερβολική η διαπίστωση ότι η κλωστοϋφαντουργία αποτέλεσε έναν από τους βασικούς «πυλώνες» της αστικής μεταμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και εν συνεχεία μία από τις βασικές παραμέτρους της βιομηχανικής της ανάπτυξης.


Η μεσοπολεμική αλλά και η μεταπολεμική περίοδος της ελληνικής οικονομίας, όπου πέριξ του κλάδου είχαν υψωθεί πολλαπλές σειρές «δασμολογικών τειχών», δικαίως χαρακτηρίζονται οι «χρυσές εποχές» της κλωστοϋφαντουργίας. Και σίγουρα το σημερινό παρακμιακό περιβάλλον της δεν είναι παρά τα υπολείμματα μιας «ένδοξης σταδιοδρομίας» ενός σημαντικού κλάδου στον ελλαδικό χώρο.


* Κυρίαρχος στα Βαλκάνια


Το πρώτο εργοστάσιο ιδρύθηκε το 1863 στον Πειραιά και ήταν του περιώνυμου Θ. Ρετσίνα ­ σπουδαίου οικονομικού και πολιτικού παράγοντα επί αρκετές δεκαετίες ­ που παρήγε τα γνωστά ντρίλινα υφάσματα και τις επόμενες μάλιστα δεκαετίες αναδείχθηκε στη μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργική επιχείρηση στην περιοχή της Βαλκανικής και της Μέσης Ανατολής. Τη δεκαετία του 1870 σημειώνεται αλματώδης πρόοδος στον κλάδο. Οι κλωστοϋφαντουργικές επιχειρήσεις δημιουργούνται η μία μετά την άλλη. Προτού κλείσει ο 19ος αιώνας, ο κλάδος γίνεται «προμαχώνας» του αστικού μετασχηματισμού της τότε καθυστερημένης Ελλάδας.


Η οικογένεια Εφραίμογλου ήταν μία από αυτές που βοήθησε σ’ αυτή την ανάπτυξη. Η καταγωγή της ήταν από τη Σπάρτη της Πισιδίας, από την καθημαγμένη Μικρά Ασία, περιοχή όπου είχε αναπτυχθεί η ταπητουργία, κυρίως από τους Ελληνες, σε σημείο μάλιστα που μετά την καταστροφή και τον ξεριζωμό η παραγωγή ταπήτων εξαφανίστηκε πλέον. Ο Δημ. Εφραίμογλου είχε μάλιστα ανακαλύψει έναν νέο τύπο αργαλειού και παίρνοντας το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας γλίτωσε έτσι από την εξορία στο Κουρδιστάν, όπου το τουρκικό κράτος έστειλε τον ελληνικό πληθυσμό στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.


Στην Ελλάδα η οικογένεια Εφραίμογλου έρχεται μετά την καταστροφή και στα πρώτα 2-3 χρόνια, μετά το 1922, ασχολείται με το εμπόριο ρεταλιών. Σιγά σιγά κατορθώνουν και ορθοποδούν οικονομικά. Και το 1926 ήλθαν σε επαφή με τους Στύλογλου, μια άλλη οικογένεια που ήλθε και αυτή από τη Σπάρτη, με προϊστορία όπως των Εφραίμογλου στον χώρο της ταπητουργίας. Ο ένας γιος της οικογένειας Στύλογλου είχε σπουδάσει υφαντουργός στη Γαλλία. Ετσι οι δύο οικογένειες συνεταιρίστηκαν δημιουργώντας τη Στύλογλου – Εφραίμογλου ΟΕ 3Α.


Στην υφαντουργία που δημιουργήθηκε στην περιοχή της Νέας Ιωνίας ­ τότε το κράτος έδινε οικόπεδα στην περιοχή για βιοτεχνική και βιομηχανική δραστηριότητα ­ οι Εφραίμογλου ασχολήθηκαν με το εμπορικό μέρος της επιχείρησης και οι Στύλογλου με το τεχνικό. Στην αρχή η παραγωγή του υφαντηρίου ήταν καναβατσότριχες και υλικά ραπτών. Την εποχή εκείνη στην Ελλάδα γίνονταν μεγάλες εισαγωγές μάλλινων υφασμάτων και οι δύο οικογένειες αποφασίζουν να αλλάξουν την παραγωγή τους. Το κάνουν γρήγορα και αρχίζουν να υφαίνουν κασμίρια, που είχαν υψηλή δασμολογική προστασία. Ολη τότε η επιχείρηση δεν ήταν παρά ένα υφαντήριο με μία κεραμόσκεπη αίθουσα 380 τ.μ. Προτού όμως κατορθώσουν να απολαύσουν τους νέους επιχειρηματικούς προσανατολισμούς τους, λίγο αργότερα έρχεται το κραχ του 1929 και η οικονομική κρίση 1929-1931. Η μικρή επιχείρηση κλυδωνίζεται. Οι δύο συνεταίροι, οι Δ. Εφραίμογλου και Ιορδ. Στύλογλου, αναζητούν εναγωνίως κεφάλαια. Και τα βρίσκουν, μόνο που οι συνέταιροι τώρα πλέον από δύο γίνονται πέντε. Τρεις ακόμη οικογένειες, επίσης Μικρασιατών, εισέρχονται στην επιχείρηση. Πρόκειται για τις οικογένειες Αθανάσογλου, Καλφόγλου και Εμπέογλου.


Το ίδιο διάστημα, τη δεκαετία του 1930, ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας αναπτύσσεται σημαντικά. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το 1938 η αξία της κλωστοϋφαντουργικής παραγωγής ανήλθε σε 4.100.000 χρυσές λίρες και αντιστοιχούσε στο 27% της συνολικής αξίας της βιομηχανικής παραγωγής. Την ίδια χρονιά, σύμφωνα με την επίσημη απογραφή, η παραγωγή του κλάδου κάλυπτε το 71,6% της εγχώριας αγοράς. Το υπόλοιπο κάλυπταν οι εισαγωγές. Και στην απογραφή μάλιστα του 1939 καταγράφονται 631 κλωστοϋφαντουργικές βιομηχανίες.


* Η σκιά του πολέμου


Ο πόλεμος και η Κατοχή που ακολουθούν ρίχνουν βαριά τη σκιά τους στην ελληνική βιομηχανία, όπως και σε όλη την κοινωνία. Ποιος μπορούσε άλλωστε εκείνες τις ημέρες να αγοράσει… κασμίρια; Το εργοστάσιο δεν κλείνει, αλλά πλέον υπολειτουργεί καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Μετά την απελευθέρωση η επιχείρηση ανασυγκροτείται και το 1951 η οικογένεια Εμπέογλου αποχωρεί. Περί τα μέσα της ίδιας δεκαετίας ο Δημ. Εφραίμογλου αποσύρεται και τα ηνία αναλαμβάνει η δεύτερη γενιά, οι γιοι του Μηνάς και Λάζαρος ­ μόλις είχαν γυρίσει «φρεσκοσπουδασμένοι» από την Ευρώπη. Η επιχείρηση επεκτείνεται και το αμέσως επόμενο βήμα είναι η δημιουργία φινιριστηρίου και αμέσως μετά βαφείου. Ετσι η επιχείρηση καθετοποιείται, ολοκληρώνοντας την παραγωγική λειτουργία της.


Η περίοδος εκείνη δικαίως χαρακτηρίζεται η «χρυσή εποχή» της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας. Προστατευόμενη από ισχυρά «τείχη» υψηλών δασμών στην εσωτερική αγορά και διαθέτοντας το πλεονέκτημα των εξαγωγικών επιδοτήσεων, γνωρίζει «ημέρες δόξας». Οι δασμοί εισαγωγής για τα υφάσματα ανέρχονταν στο 125%! Ετσι και η εταιρεία των αδελφών Εφραίμογλου ανθεί. Αρχίζει τις εξαγωγές. Πρώτος σταθμός είναι η Ιταλία, ενώ αποτυγχάνει η απόπειρα διείσδυσης των υφασμάτων της στην αγγλική αγορά. Επόμενοι σταθμοί είναι η Αλεξάνδρεια και η Κωνσταντινούπολη. Και αμέσως μετά η Γιουγκοσλαβία. Στις αρχές του 1960 έρχεται η σειρά της Ρουμανίας. Και στα επόμενα χρόνια οι εξαγωγές αναπτύσσονται στις αγορές των ΗΠΑ και της Αγγλίας.


Και στο διάστημα μάλιστα 1970-1975 τα κασμίρια της 3Α εξάγονται στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Η Ιαπωνία, η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Νέα Ζηλανδία είναι μεταξύ αυτών. Το 1976 η ομόρρυθμος εταιρεία γίνεται ανώνυμη και εισάγεται στο Χρηματιστήριο. Το 50% της παραγωγής του εργοστασίου πωλείται πια στις ξένες αγορές.


Σ’ αυτό όμως το διάστημα οι καταναλωτικές συνήθειες αλλάζουν και μάλιστα δραματικά για τις υφαντουργίες. Οι καταναλωτές ζητούν έτοιμο προϊόν αντί του επί μέτρω κουστουμιού. Ετσι τα υφάσματα παύουν να είναι τελικά προϊόντα, να αγοράζονται δηλαδή απευθείας από τους καταναλωτές και γίνονται πρώτη ύλη. Την ίδια περίοδο τα τζιν ρούχα κυριαρχούν στις καταναλωτικές συνήθειες. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η δασμολογική προστασία, που εν είδει «θερμοκηπίου» συνετέλεσε τα μέγιστα στην ανάπτυξη του κλάδου για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, φεύγει. Το κόστος παραγωγής αυξάνεται, οι εξαγωγές αρχίζουν και χάνονται. Τα προϊόντα της 3Α ΑΕ μετά το 1985 περιορίζονται πια στην εσωτερική αγορά και μόνο.


Είναι γεγονός πλέον ότι ο κλάδος σήμερα διανύει τη χειρότερη περίοδο από την εμφάνιση και τη συγκρότησή του στον ελληνικό χώρο. Η 3Α δραστηριοποιείται κυρίως σε προμήθειες του Δημοσίου πλέον. Οι ετήσιες πωλήσεις της στη διάρκεια των τριών τελευταίων χρόνων κινούνται στη «μεθόριο» του ενός δισεκατομμυρίου. Το 1999 οι πωλήσεις της ανήλθαν στα 1,25 δισ. δρχ και τα κέρδη της στα 40-50 εκατ. δρχ. Παρ’ όλα αυτά η 3Α ΑΕ είναι η μοναδική από τις προπολεμικές βιομηχανίες του είδους της που έχει κατορθώσει να επιβιώσει και να παρουσιάζει έστω και οριακή κερδοφορία.


Ετσι 74 χρόνια μετά τη δημιουργία του πρώτου μικρού υφαντηρίου στην προσφυγούπολη της Νέας Ιωνίας, η οικογένεια Εφραίμογλου, μόνη της από τους αρχικούς συνεταίρους και διατηρώντας τον ζήλο και την επιμονή, σε πείσμα του χρόνου και της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, συνεχίζει να λειτουργεί την επιχείρηση ­ που από μόνη της πλέον αποτελεί ιστορικό τεκμήριο της ελληνικής υφαντουργίας ­ ελπίζοντας στο μέλλον…