Η προίκα του τρίτου πακέτου και η ανάπτυξη


Η διαδικασία είναι σε όλους πλέον γνωστή. Η Ευρωπαϊκή Ενωση αποφασίζει να ενισχύσει την πραγματοποίηση έργων και δραστηριοτήτων στη χώρα. Επιλέγεται το συνολικό ποσό της ενίσχυσης, προσδιορίζονται τα έργα που θα ενισχυθούν, η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται ότι θα έχει τους αναγκαίους ίδιους πόρους (30%) για να συγχρηματοδοτήσει τα έργα και από τη στιγμή εκείνη αρχίζει να λειτουργεί το πρόγραμμα. Οι εκταμιεύσεις στα πλαίσια στήριξης γίνονται παράλληλα με την εκτέλεση των έργων και σε περίπτωση που τα έργα δεν εκτελεστούν στον χρόνο που έχει προσδιορισθεί ως συνολική περίοδος λειτουργίας του προγράμματος, τα ποσά μεταφέρονται σε άλλες κοινοτικές χώρες που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ με το ίδιο πλαίσιο (π.χ. Πορτογαλία, Ισπανία).


Οι συνάδελφοί μου οι μακροοικονομολόγοι δεν έχουν υπολογίσει ­ αλήθεια γιατί; ­ πού θα ήταν η χώρα αν δεν υπήρχαν τα δύο προηγούμενα κοινοτικά πλαίσια στήριξης. Αλλά είναι κοινή η θέση ότι η οικονομία μας ενισχύθηκε σημαντικά στο παρελθόν από τα δύο προηγούμενα.


Το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, που λόγω αδυναμιών μας στην εκτέλεση του Β’ θα αρχίσει να λειτουργεί από την επόμενη χρονιά, είναι κατά πάσα πιθανότητα το τελευταίο. Δεν δικαιολογείται να έχεις ως μέλος της ΕΕ τα ίδια τυπικά χαρακτηριστικά και να απαιτείς να σε ενισχύουν χρηματοδοτικά για να τις ανταγωνιστείς.


Η νέα κυβέρνηση που ανέλαβε την εβδομάδα που μας πέρασε οφείλει λοιπόν να αποδείξει ότι έχει την ικανότητα να είναι αποτελεσματική στον τομέα την αξιοποίησης των πόρων. Οπως διδάσκουμε χρόνια τώρα τους φοιτητές σαν οικονομολόγοι δεν μπορούμε να κρίνουμε τις κοινωνικές επιλογές. Δεν μπορούμε να έχουμε άποψη γιατί μια κυβέρνηση επιλέγει τη χρηματοδότηση του μετρό της Αθήνας και όχι για παράδειγμα της Θεσσαλονίκης. Οφείλουμε όμως να εκφράζουμε γνώμη για το πόσο αποτελεσματική είναι η διαχείριση των πόρων είτε σε ατομικό επίπεδο είτε σε συλλογικό κυβερνητικό. Οπως λοιπόν η διοίκηση μιας επιχείρησης αξιολογείται από τα κέρδη που δημιουργεί για το πόσο αποτελεσματικά διαχειρίστηκε τους παραγωγικούς πόρους, έτσι και μια κυβέρνηση αξιολογείται συλλογικά με την αποτελεσματική διαχείριση των πόρων, όπως για παράδειγμα του ΚΠΣ, που δεσμεύτηκε να εκτελέσει.


Η ιστορία δεν τους ευνοεί. Η ως σήμερα πορεία εκτέλεσης των κοινοτικών προγραμμάτων δεν ήταν αποτελεσματική, γι’ αυτό και δεν πετύχαμε τα αποτελέσματα στην ανάπτυξη που είχαμε θεωρήσει ότι θα προέκυπταν. Ακόμη και τα ίδια τα κυβερνητικά στελέχη αναγνωρίζουν ότι η κρατική μηχανή αδυνατεί να λειτουργήσει με τους ρυθμούς και τις προϋποθέσεις που της ζητούνται από τους κοινοτικούς γραφειοκράτες.


Συντονισμός ενεργειών, υψηλού επιπέδου γραφειοκρατικές ενέργειες σε συνδυασμό με γνώση ξένων γλωσσών για διαρκή επικοινωνία αποτελούν τις συνήθεις δικαιολογίες. Η αναποτελεσματικότητα όμως του συστήματος που λέγεται ελληνική γραφειοκρατία βρίσκεται αλλού. Τα ποσά είναι μεγάλα και τα έργα σημαντικά. Ολοι λοιπόν θέλουν να έχουν σχέση με την κατανομή των πόρων, την ανάθεση των έργων αλλά και με τη δυνατότητα να συνδέσουν το όνομά τους με την ιστορία του. Λάθος, αφού στην ουσία όπως δεν με ενδιαφέρει αν οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι έγιναν από τον Τρικούπη άλλο τόσο δεν με ενδιαφέρει αν το μετρό της Αθήνας έγινε από τον κ. Λαλιώτη ή τον κ. Μάνο. Αυτό που γράφει η ιστορία είναι αν γίνονται ή δεν γίνονται τα έργα που μας χρηματοδοτούνται από τους εταίρους μας κατά 70% και μάλιστα όχι στην ώρα τους αλλά πριν από την ώρα τους.


Το ΚΠΣ-3 σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα θα υλοποιηθεί από μία ιδεολογικά τοποθετημένη κυβερνητική ομάδα. Στα υπουργεία με τη μεγαλύτερη αναμενόμενη διαρθρωτική παρέμβαση οι αρμόδιοι υπουργοί δεν είναι ούτε κατ’ όνομα σοσιαλιστές ούτε απλοί διαχειριστές. Εχουν ιδεολογική ταυτότητα. Εχουν θέσεις και τις έχουν διατυπώσει σε κείμενα.


Είναι γνωστή η διαμάχη των οικονομολόγων στον ιδεολογικό χώρο ως προς την αποτελεσματικότητα των δύο θεμελιωδών μηχανισμών διαχείρισης των οικονομικών επιλογών. Αν δεχτούμε λοιπόν ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας συναρτάται και με την αποτελεσματική εκτέλεση του ΚΠΣ-3, η ευθύνη των νέων μελών είναι διπλή. Στο μέλλον δεν θα μπορούν να δικαιολογούν τη χαμηλή αποτελεσματικότητα με τις αδυναμίες του συστήματος. Αν δεν πετύχουν, η κριτική θα γίνει με βάση τις αδυναμίες της ιδεολογίας τους να συντονίζει αποτελεσματικά τις οικονομικές δράσεις.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.