Ο ποια κυβέρνηση και αν προκύψει από τις σημερινές εκλογές θα εφαρμόσει ένα διευρυμένο σύνολο διαρθρωτικών αλλαγών. Κατά την προεκλογική περίοδο έχω την εντύπωση ότι οι προτάσεις και τα φιλόδοξα προγράμματα διαδέχτηκαν το ένα το άλλο, σε χρόνους και σε εύρος που θα τα ζήλευε και η κυρία Θάτσερ.


Θέλω να παραμείνω αφελής και θα δεχτώ μαζί με πολλούς άλλους ότι δεν αποτελούν προεκλογικές εξαγγελίες. Ζωή να έχουμε και θα τα συζητήσουμε στο μέλλον. Αλλωστε πρόβλημα προσωπικά με το «Βήμα» δεν έχω, και θεωρητικά η στήλη θα συνεχίσει να υπάρχει. Θέλω όμως να παραμείνω αφελής και θα δεχτώ ότι υπάρχουν και προτεραιότητες και ικανότητα να υλοποιηθούν για όλα όσα εξαγγέλλονται, ανεξάρτητα αν θα μπορούσαν να είχαν γίνει έστω και τα μισά την προηγούμενη τετραετία.


Θα επικεντρωθώ όμως σε ένα θέμα που κατά τη γνώμη μου αποτελεί τη μεγαλύτερη διαρθρωτική αλλαγή. Πρόσφατα η αρμόδια επιτροπή του ΟΟΣΑ, που έχει αναλάβει να μελετήσει τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές για τη χώρα μας, ζήτησε μαζί με πέντε άλλους συναδέλφους να συζητήσουμε τις σκέψεις μας για το θέμα, προτού συναντηθεί με τους αρμόδιους παράγοντες. Ο πίνακας των ερωτημάτων ήταν τεράστιος και η συζήτηση κάλυψε όσα μπορούσαν να καλυφθούν στο θέμα των διαρθρωτικών παρεμβάσεων μιας οικονομίας τόσο στρεβλής που όμοιά της δεν υπάρχει πλέον στην Ευρωπαϊκή Ενωση.


Η τελευταία ερώτηση που μας έθεσαν ήταν σαφής και συγκεκριμένη: «Αν σας ζητούσε η ελληνική κυβέρνηση να προτείνατε μία διαρθρωτική αλλαγή, ποια θα προτείνατε;».


Η απάντησή μου ήταν συγκεκριμένη: «Κάθε νομοσχέδιο που έρχεται για συζήτηση στη Βουλή θεωρώ ότι πρέπει να συνοδεύεται και από τις ερμηνευτικές εγκυκλίους που θα ισχύσουν μετά την ψήφισή του. Η ισχύς των εγκυκλίων στην περίπτωση αυτή θα διαρκεί μέχρι την τροποποίηση του άρθρου». Ούτε ΟΤΕ ούτε ΔΕΗ ούτε Ασφαλιστικό ούτε χιλιάδες άλλα θέματα διαρθρωτικών παρεμβάσεων που συζητήθηκαν από τα κόμματα τον τελευταίο καιρό και μας κατέπληξαν με την πρωτοτυπία τους. Η μεγαλύτερη διαρθρωτική αλλαγή κατά τη γνώμη μου είναι να έχουμε νόμους που ψηφίζει η Βουλή των Ελλήνων, των οποίων η ερμηνεία δεν θα ανατίθεται στα διοικητικά όργανα των υπουργείων αλλά στους βουλευτές των κομμάτων που έχουν εκλεγεί για να εκτελούν το συγκεκριμένο έργο. Ούτε λοιπόν ερμηνευτικές εγκύκλιοι που στρεβλώνουν τα άρθρα που ψήφισαν οι βουλευτές ούτε ερμηνευτικές εγκύκλιοι που αρχίζουν με την περίφημη πλέον φράση «η ορθή ερμηνεία του νόμου…» ούτε, τέλος, να τρέχουν οι πολίτες ως νέοι ραγιάδες στους διάφορους υπαλλήλους των υπουργείων με σκοπό να τους εξηγήσουν, με το αζημίωτο πάντοτε, τι ισχύει για τις υποθέσεις τους.


Οσοι έχουν κάποια σχέση με τους φορολογικούς νόμους καταλαβαίνουν πολύ καλά τι εννοώ. Από την εμπειρία μου νομίζω ότι το ίδιο ισχύει και για όλους σχεδόν τους νόμους με ιδιαίτερο οικονομικό περιεχόμενο. Το ίδιο, τέλος, ισχύει και για ένα πλήθος συμβάσεων για μεγάλα έργα που τελευταία κατατέθηκαν στη Βουλή για έγκριση.


Αν λοιπόν η νέα Βουλή τολμούσε να εφαρμόσει τη συγκεκριμένη διαρθρωτική παρέμβαση, που όπως αντιλαμβάνομαι δεν έχει ιδεολογική τοποθέτηση, θα είχαμε και ραγδαία συρρίκνωση και βελτίωση της ποιότητας του νομοθετικού της έργου και περιορισμό της πολυνομίας και τέλος πάταξη της «προσοδοθηρίας» ή διαφορετικά του λαδώματος που δημιουργεί το δικαίωμα κάποιου να περιγράφει τον νόμο που ενέκρινε η Βουλή. Σε τελική ανάλυση η νέα Βουλή είναι και Αναθεωρητική.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.